Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2016

Η απελευθέρωση του Άργους Ορεστικού


Η παλαιότερη πανοραμική φωτογραφία της κωμόπολης
του Άργους Ορεστικού που χρονολογείται στο διάστημα 1920-25.
Η σημερινή κωμόπολη του Άργους Ορεστικού αποτελούσε από τους πρώτους αιώνες της Οθωμανοκρατίας διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο μιας εκτεταμένης ζώνης στα νότια της Καστοριάς, που περιλάμβανε τα χωριά των Καστανοχωρίων, των Γραμμοχωρίων και μεγάλο τμήμα της Ανασέλιτσας. Απ’ όσα γνωρίζουμε σήμερα, πρώτη ιστορική καταγραφή της με το όνομα Χρούπιστα (Horpeşte)[1], γίνεται περί το 1500 στο μερικώς σωζόμενο οθωμανικό κατάστιχο ΤΤ 986, ως έδρα του Καζά Αστίν (Ιστίν)[2], που αργότερα μετονομάστηκε σε Καζά Χρουπίστης. Βέβαια, η αρχικά χριστιανική πλειοψηφία στη Χρούπιστα συνηγορεί στο γεγονός ότι προϋπήρχε στην ίδια θέση κάποιος άλλος οικισμός πριν την οθωμανική κατάκτηση των τελών του 14ου αι. Η αρχικά χριστιανική πλειοψηφία έδωσε τη θέση της στη μουσουλανική ήδη από τα μέσα του 16ου αι. για να επανέλθει στα τέλη του 19ου αι. Στους χριστιανικούς πληθυσμούς συγκατελλέγονταν ελληνόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι και μερικοί αλβανόφωνοι οθωμανοί πολίτες. Η Χρούπιστα λοιπόν, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα αδιάφορο οθωμανικό πόλισμα, αλλά ως ο οικιστικός πυρήνας μιας ευρύτερης περιοχής που συγκέντρωσε πρόσωπα της τοπικής οθωμανικής ελίτ: μπέηδες, ιερείς, δικαστικούς, ανώτερους αξιωματικούς και διοικητικούς υπαλλήλους. Ο πληθυσμός της κυμαινόταν διαχρονικά κατά την Οθωμανοκρατία από 2000 έως 3000 κατοίκους[3].
            Στα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ου η Χρούπιστα αποτελούσε έδρα ναχιγιέ, δηλαδή μιας μικρότερης διοικητικής υποδιαίρεσης, που υπαγόταν κατά σειρά μεγέθους στον Καζά Καστοριάς, το Σαντζάκι Κορυτσάς και το Βιλαέτι Μοναστηρίου. Σύμφωνα με την οθωμανική επετηρίδα (σαλναμέ) του Βιλαετιού Μοναστηρίου το έτος 1891 η κωμόπολη της Χρούπιστας περιελάμβανε κυβερνείο, δικαστήριο, τηλεγραφείο, τελωνείο, στρατώνες πεζικού και ιππικού, δύο εκκλησίες, μουσουλμανικό τζαμί και τεκέ, πληθώρα εκπαιδευτηρίων για τους τουρκόφωνους, ελληνόφωνους και βλαχόφωνους παίδες, ένα λουτρό, εννέα χάνια, περίπου 300 οικίες και 250 καταστήματα, όπως μύλοι, φούρνοι, μαγειρεία, καφενεία, μπακάλικα, χασαπιά και υφασματάδικα[4].
            Ακόμη, γνωρίζουμε από το μοναδικό αναλυτικό κείμενο της Τουρκοκρατίας, που συνέγραψε ο πρώτος ιατρός της πόλης Δημήτριος Ρούφος στο Μακεδονικό Ημερολόγιο του 1910, ότι στην Χρούπιστα υπήρχε μπελεντιέ, δηλαδή δημαρχείο, επαρχιακό ταμείο, ταχυδρομείο, ένα τζαμί και μια εκκλησία ακόμη, χριστιανικά και μουσουλμανικά κοιμητήρια, βουλγαρικό ιδιωτικό εκπαιδευτήριο και παρεκκλήσι, στρατιωτικό νοσοκομείο, διάφορα ιδιωτικά ιατρεία και φαρμακείο. Επιπρόσθετα, η αγροτικός και βιοτεχνικός τομέας ανθούσαν, καθώς πλούσια ήταν η παραγωγή δημητριακών, οπωροκηπευτικών, οσπρίων και καπνού δίπλα στις όχθες του Αλιάκμονα ποταμού, ενώ οι τοπικοί τάπητες και δέρματα ήταν ονομαστά σε όλη τη Μακεδονία. Τα προϊόντα αυτά διατίθονταν στα καταστήματα, το εβδομαδιαίο παζάρι και την ονομαστή ετήσια εμποροπανήγυρη[5]. Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος τη σημασία που είχε για την οθωμανική διοίκηση η κωμόπολη, η οποία είχε εγκαταστήσει μόνιμα στους δύο στρατώνες ένα τάγμα πεζικού και μια ίλη ιππικού.

Μεσοπολεμική φωτογραφία του Άργους Ορεστικού με τη συνοικία Βαρόσι, όπου συγκεντρώνονταν
τα εκπαιδευτήρια της πόλης.

            Η Χρούπιστα, δηλαδή το μετέπειτα Άργος Ορεστικό, παρέμεινε υπόδουλο στον οθωμανικό ζυγό ακριβώς 527 συναπτά έτη και απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο του 1912. Εκείνο το διάστημα η κατάσταση στο ευρωπαϊκό τμήμα της ασθμαίνουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέμενε τεταμένη, καθώς οι υποσχέσεις για αδελφότητα και ισότητα του κινήματος των εθνικιστών Νεότουρκων προς τους υπόδουλους λαούς της το 1908 αποδείχτηκαν απατηλές. Η  στάση των μεταρρυθμιστών έγινε σκληρότερη απο τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ και πλέον οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις περιόρισαν την επιρροή τους στο έδαφός της. Έτσι, τα βαλκανικά κράτη, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο προχώρησαν στη σύναψη συμμαχιών απέναντι στον κοινό εχθρό. Η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο στις 5 Οκτωβρίου 1912 και εισήλθε στο οθωμανικό έδαφος βόρεια της Λάρισσας (στενό Μελούνας).
            Ο ελληνικός στρατός, αναδιοργανωμένος μετά την επανάσταση του 1909 στο Γουδί και την ανάληψη της αρχιστρατηγίας από τον διάδοχο Κωνσταντίνο, είχε χωριστεί στην Στρατιά Θεσσαλίας με 7 μεραρχίες και τη Στρατιά Ηπείρου με μία. Εκτός από τον τακτικό στρατό οργανώθηκαν 95 τμήματα εθελοντών προσκόπων, περίπου 4500 άτομα με καταγωγή κυρίως από την Κρήτη, και 2300 Γαριβαλδινοί εθελοντές. Ο τακτικός στρατός κινήθηκε αρχικά στην κατεύθυνση Ελασσόνα – Κοζάνη – Αμύνταιο, ενώ τα σώματα των εθελοντών με γενικό αρχηγό τον Γεώργιο Κατεχάκη ακολούθησαν την πορεία Καλαμπάκα – Γρεβενά – Σιάτιστα – Καστοριά[6]. Οι εχθροπραξίες μεταξύ των οθωμανικών στρατευμάτων και των ελληνικών εθελοντικών σωμάτων διήρκεσαν περίπου 25 ημέρες στην περιοχή της Καστοριάς.
            Αρχικά, ας δούμε συνοπτικά τους πρωταγωνιστές των πολεμικών γεγονότων. Αναφέρθηκε προηγουμένως ότι τα σώματα των εθελοντών προσκόπων και όχι ο τακτικός ελληνικός στρατός έδρασαν στην περιοχή. Ως γενικός αρχηγός των σωμάτων ορίστηκε ο Λοχαγός Πεζικού Γεώργιος Κατεχάκης από την Πόμπια Ηρακλείου, ο οποίος και κατά τον Μακεδονικό Αγώνα πολέμησε στην περιοχή. Άλλοι παλιοί γνώστες της περιοχής από τον Μακεδονικό Αγώνα ήταν οι οπλαρχηγοί Γεώργιος Δικώνυμος, με το παρατσούκλι Μακρής λόγω του μεγάλου ύψους του, από τον Καλλικράτη Σφακίων, ο Ιωάννης Καραβίτης από την Ανώπολη Σφακίων, ο Ανδρέας Δικώνυμος και ο ο Ευθύμιος Καούδης πάλι από τον Καλλικράτη Σφακίων, ο Παύλος Γύπαρης από την Ασή Γωνιά Χανίων, ο Μανούσος Σεϊμένης και ο Μανούσος Βολουδάκης από τα Σφακιά, ο Ηλίας Δεληγιαννάκης από την Αργυρούπολη Ρεθύμνου, ο Γεώργιος Βολάνης, ο Εμμανουήλ Νικολούδης, ο Οδυσσέας Μάντακας και ο Ιωάννης Μαυρογένης από τους Λάκκους Χανίων, ο Εμμανουήλ Σκουντρής από το Ρέθυμνο, ο Λεωνίδας Παπαμαλέκος από τον Βάμο Χανίων, ο Βασίλης Πούλακας από το Θέρισσο και ο Παναγιώτης Γερογιάννης από τον Γαλατά Χανίων, ο ιατρός Ζουδιανός από το Ηράκλειο και ο Μιχαήλ Μακράκης από το Μαλεβιζί Ηρακλείου[7]. Κοντά στους Κρητικούς αγωνιστές έδρασαν οι ντόπιοι καπετάνιοι Λάζος Αποστολίδης από τη Λεύκη, ο Χρυσός Δούκης από την Καστοριά, ο Ανδρέας Παναγιωτόπουλος από την Κλεισούρα, ο Κωνσταντίνος Παπασταύρος από το Μαυροχώρι, ο Στέφος Γρηγορίου από το Μοναστήρι, ο Στέργιος Κούντουρας από τη Βλάστη και ο Γεώργιος Αλεξίου (Μακρής) από τα Γρεβενά[8].
Ο Λοχαγός της Οθωμανικής
Χωροφυλακής 
Μπεκήρ Αγά (1981-1914)
            Ο τακτικός ελληνικός στρατός δεν έδωσε καμία μάχη στην περιοχή, αλλά κατέλαβε αναίμακτα την πόλη της Καστοριάς και το Άργος Ορεστικό, αφου προηγήθηκε η σύμπτυξη των οθωμανικών δυνάμεων προς τα μέρη της Κορυτσάς. Παρ΄ όλα αυτά στους κύριους πρωταγωνιστές της απελευθέρωσης πρέπει να συγκαταλέξουμε και τους στρατιωτικούς που εισήλθαν πρώτοι στις δύο πόλεις. Πρωτίστως, τον Επίλαρχο Ιωάννη Άρτη, τον επικεφαλή του μικρού αποσπάσματος ιππικού που στάλθηκε από το 1ο Σύνταγμα Ιππικού. Έπειτα, τον Υπίλαρχο Παναγιώτη Νικολαΐδη, ο οποίος ήταν ο πρώτος αξιωματικός που εισήλθε πόλη της Καστοριάς, μαζί με τον Δεκανέα Μουστακλή και τον Στρατιώτη Κωνσταντίνο Γούσια. Ακόμη, τον Καστοριανό Ανθυπίλαρχο Φιλόλαο Πηχιών που τοιχοκόλλησε στην Καστοριά την κήρυξη του ελληνικού στρατιωτικού νόμου. Στο Άργος Ορεστικό πρώτοι εισήλθαν πέντε άγνωστοι σε εμάς ιππείς του αποσπάσματος Άρτη. Σε δεύτερη ανάγνωση επισημαίνονται ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ζαχαρακόπουλος, ο διοικητής του 1ου Συντάγματος Ιππικού, ο Συνταγματάρχης  Κωνσταντίνος Δημητρακόπουλος, διοικητής του 6ου Συντάγματος Πεζικού και ο Ταγματάρχης Γεώργιος Αλεξόπουλος που εισήλθαν τις επόμενες ημέρες στη Χρούπιστα. Στην πλευρά των αντιπάλων σημαίνοντα ρόλο διαδραμάτισαν ο Βόσνιος στην καταγωγή Μεχμέτ Πασάς, ο τουρκαλβανός Μπεκήρ Φικρί Αγάς από τον Άγιο Γεώργιο Γραβενών και οι άτακτοι Αλβανοί αντάρτες Σαλή Μπούτκα και Μερσίν Αράπη[9].
            Ακόμη, εκτός από τους στρατιωτικούς, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν διάφορες προσωπικότητες της Χρούπιστας: ο δήμαρχος και ιατρός Μιχαήλ Τυπάδης[10], ο φαρμακοποιός  Χρήστος Τυπάδης[11] που συνέγραψε στο ημερολόγιό του τα γεγονότα της απελευθέρωσης, οι Χρουπιστινοί Τζιαμήλ Μπέης και Σελήμ Μπέης, που υποστήριξαν τους ελληνικούς πληθυσμούς και ο Αρχιμανδρίτης παπα-Γιαννάκης Σπανός[12], που διετέλεσε πρώτος δήμαρχος μετά την απελευθέρωση.  

Ο Μιχαήλ Τυπάδης (1862-1951), ο Χρήστος Τυπάδης (1876-1914) και ο αρχιμανδρίτης Ιωάννης Σπανός (1870-1953) συμμετείχαν στα γεγονότα της απελευθέρωσης.
            Η εξιστόρηση των γεγονότων έχει την αφετηρία της την 14η Οκτωβρίου 1912, όταν πρώτο το σώμα του Σεϊμένη, αποτελούμενο από 12 άτομα, εισέρχεται στο Βογατσικό. Την επομένη πορεύεται στο χωριό Γέρμας μαζί με τα σώματα Δικώνυμου-Μακρή και Καραβίτη. Οι Οθωμανοί όμως μαθαίνουν την έλευση και καταφθάνουν στο Βογατσικό, πυρπολώντας 60 οικίες του ως αντίποινα. Τα τρία σώματα συνεχίζουν έπειτα στην Κλεισούρα, όπου δίνουν μάχη στις 16 Οκτωβρίου, μαζί τα τμήματα Ανδρέα Δικώνυμου, Παναγιωτόπουλου και Σίσκωφ[13]. Στις 18 και 19 Οκτωβρίου λαμβάνουν χώρα δύο σφοδρές μάχες στην τοξωτή γέφυρα της Σμίξης στο Κωσταράζι, όπου ήταν σημαντικό πέρασμα του Αλιάκμονα. Μερικές εκατοντάδες οθωμανοί στρατιώτες αποκρούστηκαν με επιτυχία από τα νεοεισελθόντα τμημάτα των παλιών Μακεδονομάχων Καούδη, Δεληγιαννάκη, Αποστολίδη, Γρηγορίου και Γεωργίου Μακρή[14]. Έτσι, τα οθωμανικά τμήματα εμποδίστηκαν να σπεύσουν σε βοήθεια της Λείψιστας, δηλαδή της Νεάπολης Βοΐου, όπου έγινε μεγάλη μάχη νικηφόρα για τα ελληνικά στρατεύματα.
            Εν μέσω κλίματος ανησυχίας, εκκενώνονται στις 19 Οκτωβρίου τα δικαστήρια και οι λοιπές δημόσιες υπηρεσίες Καστοριάς και Χρουπίστης από τους υπαλλήλους τους[15]. Μαζί τους αναχωρούν και τα στρατιωτικά σώματα του Μπεκήρ Φικρί Αγά, του περιβόητου Τουρκαλβανού λοχαγού χωροφυλακής που δρούσε στην περιοχή[16]. Έτσι, η Καστοριά και η Χρούπιστα παραμένουν χωρίς σοβαρή φύλαξη εκ μέρους των Οθωμανών και γι’ αυτό συγκροτούνται σώματα πολιτοφυλακής από χριστιανούς και μουσουλμάνους ντόπιους κατοίκους. Ευκαιρίας δοθείσης, οι Χρουπιστινοί συγκροτούν άμεσα μια επιτροπή πέντε επιφανών πολιτών και ενός μουσουλμάνου, του Σελήμ Μπέη, που έσπευσε στην Νεάπολη για να ζητήσει τη βοήθεια των εκεί ελληνικών τμημάτων[17]. Έτσι, στις 22 Οκτωβρίου ο γενικός αρχηγός των προσκοπικών σωμάτων Γεώργιος Κατεχάκης εισέρχεται στο Βογατσικό μαζί με πληθώρα καπετάνιων και την επομένη στο ορεινό Κωσταράζι.
Το χάνι στην κεντρική πλατεία της Χρούπιστας ίσως επιτάχθηκε από
τον Μπεκήρ Αγά, λόγω του μεγάλου μεγέθους του.
            Βέβαια, η φυγή των οθωμανικών τμημάτων ήταν ένα τέχνασμα, καθώς την 23η Οκτωβρίου επιστέφει ο Μπεκήρ Αγάς ενισχυμένος με 600 άτακτους Αλβανούς από την περιοχή της Κορυτσάς και εισβάλει στη Χρούπιστα. Το μεγάλο πλήθος καταλαμβάνει προς στρατωνισμό το νεόδμητο ελληνικό εκπαιδευτήριο, δηλαδή το μετέπειτα 1ο Δημοτικό Σχολείο, και δύο μεγάλα χάνια, ίσως αυτά του Τζημίρη και του Μπέλε. Ο κίνδυνος λεηλασιών για τους χριστιανούς της κωμόπολης ήταν μεγάλος, όμως καίρια υπήρξε η μεσιτεία των χρουπιστινών μπέηδων και ιδίως του Τζιαμήλ Μπέη[18]. Την 24η του μηνός τα σώματα Παναγιωτόπουλου, Κούντουρα, Γρηγορίου και Πούλακα φθάνουν στο Κωσταράζι, το σώμα Νικολούδη εισέρχεται στη Μηλίτσα και αυτά των Δεληγιαννάκη και Μαυρογένη στην Κορησό. Τις μεσημβρινές ώρες τρεις λέμβοι με Οθωμανούς στρατιώτες κατεύθασαν από την Καστοριά στο Μαυροχώρι για ανεφοδιασμό. Τότε οι Μαυροβινοί κάλεσαν σε βοήθεια όλα τα ελληνικά σώματα που βρισκόταν τριγύρω και διεξήχθη μια μάχη στις όχθες της λίμνης. Εκεί έσπευσαν και τα συμμαχικά βουλγαρικά σώματα των Τσακαλάρωφ και Ποπώφ[19].
Το μαρτυρικό Βογατσικό πυρπολήθηκε δύο φορές
την 16η και την 29η Οκτωβρίου 1912 και
καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς.
            Την επόμενη ημέρα μια επιτροπή Καστοριανών υπό τον Λεωνίδα Μαυροβίτη συναντά τον Κατεχάκη στη Μηλίτσα και του ζητά να εισέλθει στην πόλη, παρά την αντίθετη άποψη του Μητροπολίτη Ιωακείμ. Ο Δεσπότης προτιμούσε να περιμένει την έλευση του τακτικού στρατού, καθώς φοβόταν τα οθωμανικά αντίποινα[20]. Στις 26 Οκτωβρίου αψιμαχίες γίνονται στη θέση Σπαχλίκ ανατολικά του Άργους και το Δισπηλιό, ενώ στις 27 συγκροτείται έκτακτο πολεμικό συμβούλιο όλων των καπετάνιων στη Μηλίτσα για να καθοριστεί η διάταξη που θα ακολουθήσουν. Μια ημέρα μετά συμβαίνει κάτι το δραματικό για τις ελληνικές θέσεις: κατέφθασε ένα ολόκληρο οθωμανικό σύνταγμα 3000 στρατιωτών με διοικητή τον Μεχμέτ Πασά και 800 ακόμη του εφεδρικού τάγματος της Στάροβας υπό τον Εστρέφ Μπέη, μαζί με πυροβόλα. Τα τμήματα αυτά λειτουργούσαν ως πλαγιοκάλυψη των οπισθοχωρούντων οθωμανικών τμημάτων από το Μοναστήρι προς την Κορυτσά, που καταδιώκονταν από τον ελληνικό και τον σερβικό τακτικό στρατό.
Το Κωσταράζι εκκενώθηκε και πυρπολήθηκε
την 1η Νοεμβρίου 1912.
            Το διάστημα 29 Οκτωβρίου – 1 Νοεμβρίου η περιοχή γύρω από τη χρούπιστα μετατράπηκε σε ένα απέραντο πεδίο μάχης. Τα στρατεύματα του Μεχμέτ Πασά και του Μπεκήρ Αγά εξαπέλυσαν λυσσαλέα επίθεση, το πρώτο νότια του Αλιάκμονα και το δεύτερο βόρεια. Στις 29 έγινε στην περιοχή της Κρεμαστής μάχη με σώμα 200 ντόπιων Καστανοχωριτών και στη συνέχεια πυρπολήθηκαν οικίες στο Ασπρονέρι, την Αμμουδάρα, την Ασπροκκλησιά, το Βοτάνι και το Διαλεκτό. Πολλές περιουσίες λεηλατήθηκαν και ζώα κλάπηκαν. Τα σώματα Παπαμαλέκου και Πούλακα μάχονταν στο Ζδράλτσι, δηλαδή τους Αμπελοκήπους, τα σώματα Δεληγιαννάκη και Μάντακα στην Σλήμνιστα, δηλαδή την Μηλίτσα, και αυτά των  Γύπαρη, Μακρή, Καραβίτη, Μακράκη και Σκουντρή στη γέφυρα της Σμίξης. Οι δυνάμεις του Μπεκήρ Αγά εισέρχονται για δεύτερη φορά στο Βογατσικό και το καταστρέφουν σχεδόν ολοσχερώς[21]. Την 31η Οκτωβρίου γίνεται μια μεγάλη μάχη στην Κρεπενή δίπλα στη λίμνη, όπου σκοτώθηκε ο οπλαρχηγός Στρατής Πολυκανδρίτης, και έπειτα κάηκαν σπίτια στα πέριξ χωριά[22]. Την 1η Νοεμβρίου εκκενώθηκε το Κωσταράζι και πυρπολήθηκε και την 2η του μηνός η Κλεισούρα. Τα ελληνικά σώματα υποχωρούν συνεχώς και τα οθωμανικά προελαύνουν μέχρι τη Σιάτιστα. Εκεί, δόθηκε την 4η Νοεμβρίου η σημαντικότερη μάχη του πολέμου στην περιοχή, που έληξε με λαμπρή νίκη των Ελλήνων και άτακτη οπισθοχώρηση των Οθωμανών. Τα μουσουλμανικά χωριά του Βοΐου αδειάζουν και η θλιβερή εικόνα των αμάχων μεταφέρεται στη Χρούπιστα, όπου έμειναν προσωρινά 500 οικογένειες στην πορεία τους προς την Αλβανία.


Την 29η Οκτωβρίου 1912 ο στρατός του Μεχμέτ Πασά και του Μπεκήρ Αγά εξαπέλυσε την επίθεσή του
με δραματικά αποτελέσματα για τους ελληνικούς πληθυσμούς.
            Το υπόλοιπο διάστημα οι πρόσκοποι προχωρούσαν προσεκτικά στη Νεάπολη και το Βογατσικό. Την 10η Νοεμβρίου το 1ο Σύνταγμα Ιππικού φθάνει στο Βατοχώρι των Κορεστίων και στέλνει ένα μικρό απόσπασμα 35 ιππέων υπό τον Ιωάννη Άρτη προς ανίχνευση της Καστοριάς. Τις βραδινές ώρες ο Υπίλαρχος Παναγιώτης Νικολαΐδης εισήλθε στην πόλη και έστειλε μήνυμα στον Μεχμέτ Πασά αν θα παραδόσει τη πόλη στους 30000 στρατιώτες που βρίσκονται στα περίχωρά της. Φυσικά, αυτό ήταν ένα τέχνασμα που όμως είχε αποτέλεσμα, καθώς ο Πασάς εγκατέλειψε αμαχητί την πόλη το ίδιο βράδυ. Την 11η Νοεμβρίου, ημερά Κυριακή και εορτή του Αγίου Μηνά, το απόσπασμα του Άρτη εισήλθε στην Καστοριά στις 10 το πρωί, όπου έγινε δεκτό με λαμπρούς εορτασμούς και δοξολογίες στη Μητρόπολη[23]. Την 7η απογευματινή ώρα στάλθηκε από τον Άρτη ένα μικρό τμήμα πέντε ιππέων στο Άργος Ορεστικό, που ομοίως ήταν κενό οθωμανικών δυνάμεων όπως μας περιγράφει ο φαρμακοποιός Χρήστος Τυπάδης στο ημερολόγιό του[24]. Το ημερολόγιο, αντίγραφο του οποίου διασώζεται από τον Μορφωτικό Σύλλογο «Ορεστίς», παρότι παρέχει πολυτιμότατες πληροφορίες παρουσιάζει κάποια λάθη που μπορούν να διασταυρωθούν με επίσημες πηγές της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού. Στο ημερολόγιο αναφέρεται πως ο Ανθυπίλαρχος Ζαχαρακόπουλος, και όχι  ήταν ο επικεφαλής των πέντε ιππέων, πράγμα άτοπο, καθώς τέτοιο όνομα με αυτή την ιδιότητα δεν υπήρχε[25]. Ο Αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Ζαχαρακόπουλος, δηλαδή ο διοικητής του 1ου Συντάγματος Ιππικού, την 11η Νοεμβρίου βρισκόταν στο Βατοχώρι και μετέβη την επομένη στην Καστοριά[26]. Η ακριβής ταυτότητα τους παραμένει άγνωστη και πρέπει να διερευνηθεί σε μη δημοσιευμένα αρχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ, όπως τηλεγραφήματα και αναφορές. Η λογική προστάζει ότι επικεφαλής του τμήματος ήταν ένας από τους δύο αξιωματικούς του Άρτη, είτε ο Παναγιώτης Νικολαΐδης είτε ο Φιλόλαος Πηχιών, όπως έγινε και στην Καστοριά.
Γεώργιος Δικώνυμος - Μακρής και Ιωάννης Μαυρογένης.
Οι καπετάνιοι που μπήκαν δεύτεροι στη Χρούπιστα
το πρωί της 12ης Νοεμβρίου.
            Στα απομνημονεύματά του ο Δικώνυμος – Μακρής αναφέρει ότι την 11η Νοεμβρίου κατέλυε μαζί με το σώμα του Μαυρογένη στο Βογατσικό. Καθώς δεν γνώριζε τα γεγονότα της απελευθέρωσης από το ιππικό, έστειλε μήνυμα στους μπέηδες της Χρούπιστας να παραδοθούν γιατί ειδάλλως θα κάνει τη Χρούπιστα Βογατσικό, δηλαδή θα την πυρπολήσει. Όμως, τα γεγονότα τον πρόλαβαν και τελικά εισήλθε τις πρωινές ώρες της 12ης μαζί με τον Μαυρογένη και 200 Κρητικούς προσκόπους. Αμέσως, αφόπλισε όποιον είχε απομείνει στην κωμόπολη. Τα όπλα τύπου γκρα και μαρτίνι τα μοίρασε στους χριστιανούς, ενώ τα μάουζερ, δηλαδή τα νεότερης τεχνολογίας, τα αποθήκευσε στην αποθήκη του Μιχαήλ Τυπάδη για να τα παραλάβει ο τακτικός στρατός[27]. Ο οπλαρχηγός Σταύρος Κελαϊδής αναφέρει ότι η υποδοχή που τους επεφύλαξαν οι Χρουπιστινοί ήταν πολύ ενθουσιώδης, μέχρι και αυτοσχέδιο χαρτοπόλεμο πετούσαν. Οι πρόσκοποι κατά τη διαμονή τους πυρπόλησαν οικίες μπέηδων και μεταξύ αυτών εικάζουμε και το κονάκι του τοπικού μουδίρη[28]. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας εγκαταστάθηκε εδώ ένας λόχος με διοικητή τον Ταγματάρχη Γεώργιο Αλεξόπουλο και την 14η Νοεμβρίου ολόκληρο το 6ο Σύνταγμα της 3ης Μεραρχίας Πεζικού με διοικητή τον Κωνσταντίνο Δημητρακόπουλο.
            Συνοψίζοντας, η κωμόπολη του Άργους Ορεστικού απελευθερώθηκε τις απογευματινές ώρες της 11ης Νοεμβρίου 1912 από ένα σώμα πέντε ιππέων, σταλμένων από τον Ιωάννη Άρτη και την επόμενη ημέρα εδραίωσαν την τάξη τα σώματα Μακρή και Μαυρογένη. Η απουσία επίσημων εορτασμών για την απελευθέρωση στην κωμόπολη εδώ και 104 έτη, παρά μονάχα στην πόλη της Καστοριάς, αποτελούσε μια σοβαρή παράλειψη της κρατικής μηχανής και αδράνεια των τοπικών αρχόντων. Μόλις το 2016 κηρύχθηκε η 11η Νοεμβρίου ως επίσημη εορτή τοπικής σημασίας[29]. Συμπληρωματικά, να αναφερθεί πως την 11η Νοεμβρίου δεν απελευθερώθηκε μονάχα η πόλη της Καστοριάς, αλλά ολόκληρη η περιοχή ανατολικά της. Δηλαδή όλοι οι οικισμοί ανατολικά της γραμμής Γάβρος – Απόσκεπος – Μανιάκοι – Άργος Ορεστικό. Οι υπόλοιποι οικισμοί απελευθερώθηκαν σταδιακά μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου του 1912.




* Το παρόν κείμενο παρουσιάστηκε με μικρές αλλαγές σε ανακοίνωση των εκδηλώσεων για τον πρώτο επίσημο εορτασμό της απελευθέρωσης του Άργους Ορεστικού. Βιβλιογραφική εμφάνιση: «Άργος Ορεστικό 11 Νοεμβρίου 2012: Το χρονικό της απελευθέρωσης», ανέκδοτη ανακοίνωση, Άργος Ορεστικό 11 Νοεμβρίου 2016, Δήμος Άργους Ορεστικού



[1] Η Χρούπιστα μετονομάστηκε το 1926 σε Άργος Ορεστικό. ΦΕΚ 55Α’ / 15.02.1926
[2] Φ. Κοτζαγεώργης, «Σημείωμα για τις πηγές» στο Ι. Κολιόπουλος (επιμ), Όψεις του Άργους Ορεστικού (Χρούπιστας) κατά την Τουρκοκρατία (1400-1912), Μορφωτικός Σύλλογος «Η Ορεστίς» Άργους Ορεστικού - Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 2013, σ. 38, 39
[3] Για την πρώιμη περίοδο της Οθωμανοκρατίας πληθυσμιακά δεδομένα για τον οικισμό παρέχουν τα οθωμανικά κατάστιχα που σώζονται στο Πρωθυπουργικό Οθωμανικό Αρχείο της Κωνσταντινούπολης και έχουν αξιοποιηθεί στις πρόσφατες εκδόσεις: Ι. Κολιόπουλος (επιμ), Όψεις του Άργους Ορεστικού (Χρούπιστας) κατά την Τουρκοκρατία (1400-1912), Μορφωτικός Σύλλογος «Η Ορεστίς» Άργους Ορεστικού - Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη, 2013 και Σ. Γκέκας - Σ. Ζήκας, Το Βόιο και η περιοχή του Άργους Ορεστικού της Δυτικής Μακεδονίας κατά την οθωμανική περίοδο 16ος - 17ος αι. (1500-1700 μ.Χ.), Πολιτιστικός και Λαογραφικός Σύλλογος Δαμασκηνιωτών «Η Παναγία» - Ερωδιός, Θεσ/νίκη, 2014. Για την ύστερη οθωμανική περίοδο βλέπε κυρίως: Ν. Σχινάς, Οδοιπορικαί σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, τ. Α’, τύποις Messager dAthenes, Εν Αθήναις, 1886, σ. 117 και Ν. Χαλκιόπουλος, Μακεδονία. Βιλαέτια Θεσσαλονίκης - Μοναστηρίου, Εκ του τυπογραφείου «Νομικής», Εν Αθήναις, 1910, σ. 109. Για τον πληθυσμό της κωμόπολης μετά την απελευθέρωση βλέπε τις επίσημες εκδόσεις της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος (σήμερα ΕΛ. ΣΤΑΤ.) του Υπουργείου Οικονομικών.
[4] Α. Ιορδάνογλου, «Οθωμανικές Επετηρίδες (Σαλναμέ) του Βιλαετίου Μοναστηρίου», Μακεδονικά 29 (1993-94) 335
[5] Δ. Ρούφος, «Χρούπιστα», Μακεδονικόν Ημερολόγιον Γ’ (1910), Παμμακεδονικός Σύλλογος, Εν Αθήναις, 1909, σ. 130-137. Αναλυτικές πληροφορίες για την αγροτική παραγωγή της περιοχής κατά την πρώιμη Οθωμανοκρατία: Δ. Παπασταματίου, «Δημοσιονομικές επιβολές και στοιχεία της αγροτικής οικονομίας στον Καζά της Χρούπιστας στο πρώτο μισό του 16ου αι.» στο Ι. Κολιόπουλος, σ. 120 - 165
[6] ΓΕΣ / ΔΙΣ, Επίτομη ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1987, σ. 260
  ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα 1988, σ. 10-26 
[7] Βιογραφικές πληροφορίες για τους Κρήτες εθελοντές στο: Π. Κελαϊδής, Κρητικοί εθελοντές στους Απελευθερωτικούς Πολέμους 1912-1913, Αθήνα 1995
[8] Βιογραφικές πληροφορίες για τους γηγενείς καπετάνιους στα:
  Ι. Μιχαηλίδης – Κ. Παπανικολάου (επιμ.), Αφανείς γηγενείς Μακεδονομάχοι (1903-1908), University Studio Press / ΕΜΣ, Θεσ/νίκη 2008
 Α. Καλλιανιώτης – Κ. Παπανικολάου – Α. Σπυριδόπουλος (επιμ.), Το μεγάλο συναξάρι: Αφανείς γηγενείς Μακεδονομάχοι (1903-1908), ΕΜΣ, Θεσ/νίκη 2011
[9] Σύντομα βιογραφικά των στρατιωτικών παρατίθονται στα άρθρα του ιστολογίου για τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και την Απελευθέρωση της Καστοριάς.
[10] Ο Μιχαήλ Τυπάδης (1862-1951) γεννήθηκε στην Αμμουδάρα Καστοριάς και σπούδασε ιατρικής στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και τη Βιέννη. Εγκαταστάθηκε το 1885 στο Άργος Ορεστικό, ασκώντας το επάγγελμα του ιατρού. Έδρασε στον Μακεδονικό Αγώνα ως Πράκτορας Β’ Τάξης και φυλακίστηκε στο Μοναστήρι. Αποτελούσε μουχτάρης και μέλος της δημογεροντίας πριν την απελευθέρωση. Μετά την απελυθέρωση διετέλεσε δήμαρχος Χρουπίστης το διάστημα 1917-18 και βουλευτής Φλωρίνης Καστοριάς 1920-23.
[11] Ο Χρήστος Τυπάδης (1876-1914) γεννήθηκε στην Αμμουδάρα Καστοριάς και φοίτησε στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου. Σπούδασε φαρμακευτική στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στο Άργος Ορεστικό, ως ο πρώτος φαρμακοποιός της κωμόπολης. Το σωζόμενο ιδιόχειρο ημερολόγιό του αποτελεί βασική πηγή για τα γεγονότα της απελευθέρωσης στην κωμόπολη.
[12] Ο π. Ιωάννης (Γιαννάκης) Σπανός (1870-1953) ήταν Αργίτης αρχιμανδρίτης, καταγόμενος από οικογένεια αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης. Αδερφός του ήταν ο Μακεδονομάχος οπλαρχηγός Ναούμ Σπανός (καπετάν Απίκραντος). Ο παπα-Γιαννάκης διετέλεσε πρώτος δήμαρχος της κωμόπολης μετά την απελευθέρωση.
[13] Γ. Βέλκος (επιμ.), Γ. Δικόνυμου ή Μακρή Ημερολόγιον πολέμου 1912 και 1913 εν Μακεδονία και Ήπειρω, Γιαχούδης, Θεσσαλονίκη 2003, σ. 34-36
    Σ. Κελαϊδής, Εθελοντικά σώματα Κρητών εν Μακεδονία, Εν Αθήναις 1913, σ. 33-34
     Γ. Πετσίβας (επιμ.), Ο Βαλκανοτουρκικός Πόλεμος. Απομνημονεύματα Ι. Καραβίτη, Πετσίβα, Αθήνα 2001, σ. 150-154
[14]  Ο.π., Κελαϊδής, σ. 58, 68-72
    Γ. Τζημόπουλος, Η απελευθέρωσις της Δυτικής Μακεδονίας απο την τουρκική σκλαβιά, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 79-80
[15] Χ. Τυπάδης, «Ημερολόγιόν μου και σημειώσεις διάφοραι», ανέκδοτο ημερολόγιο, σ. 75-76
[16] Βλ. σχετικά: Η. Γάγαλης, «Ο Bekir Fikri Bey από το Τσούρχλι και ο ρόλος του στους Βαλκανικούς Πολέμους 1912-1913 και μετέπειτα», ανέκδοτη ανακοίνωση στο συνέδριο «Αιανή (Κάλιανη) και περίχωρα: ιστορία από τα κάτω», Σχολείο του Λαού, Αιανή 26-27 Απριλίου 2014
[17] Ο.π., Τυπάδης, σ. 76
[18] Ο.π., Τυπάδης, σ. 76
[19] Ο.π., Κελαϊδής, σ. 87-90
      Ο.π., Μυλωνάς, σ. 35-37
    Χ. Παπασταύρος, Η καταστροφή του Μαυροχωρίου και η απελευθέρωση του Νομού Καστοριάς, Καστοριά 2012, σ. 32
    Ο.π., Τζημόπουλος, σ. 84-85
[20] Γ. Μυλωνάς, Η δράσις των αντάρτικων σωμάτων εν Μακεδονία κατά τον πόλεμον του 1912-1913, Εκ του τυπογραφείου της εφημ. «Η Θεσσαλία», Εν Βόλω 1913, σ. 29-32 
[21] Ο.π., Κελαϊδής, σ. 100-105
    Α. Κορομήλης, Το Βογατσικόν (ιστορία-λαογραφία), έκδ. Συνδέσμου των εν Θεσσαλονίκη Βογατσιωτών «Ο Άγιος Κωνσταντίνος», Θεσσαλονίκη 1972, σ. 112-121
    Ο.π., Τζημόπουλος, σ. 87-92
    Ο.π., Τυπάδης, 78-79
[22] Ο.π., Βέλκος, σ. 62-63
     Ο.π., Κελαϊδής, σ. 105-108
     Ο.π., Παπασταύρος, σ. 32-38
     Ο.π., Πετσίβας, σ. 196-209
[23] Τα γεγονότα της απελευθέρωσης της Καστοριάς περιγράφονται αναλυτικά στην σχετική ανάρτηση του ιστολογίου.
[24] Ο.π., Τυπάδης, 81
[25] Ο Χρήστος Τυπάδης εικάζουμε πως άκουσε το όνομα του διοικητή Ζαχαρακόπουλου από τους πέντε ιππείς και το έγραψε στο ημερολόγιό του. Το λάθος αντιγράφηκε στο βιβλίο Α. Παπαϊωάννου, Άργος πόλη Ορεστίδας, Μορφωτικός Σύλλογος Άργους Ορεστικού «Η Ορεστίς», Άργος Ορεστικό 1996. Έκτοτε όλοι αναπαράγουν το λάθος, χωρίς να έχει γίνει ποτέ σοβαρή έρευνα. Μάλιστα, έχει γίνει λάθος ονοματοδοσία δύο οδών στο Άργος Ορεστικό (Η οδός Ανθυπίλαρχου Ζαχαροπούλου (!) θα ονομαζόταν ορθά οδός Αντισυνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλου και η οδός Λοχαγού Αλεξόπουλου θα ονομαζόταν Ταγματάρχη Αλεξόπουλου. Κανείς βέβαια από τους δύο δεν απελευθέρωσε την κωμόπολη).
[26]  ΓΕΣ / ΔΙΣ, Ο ελληνικός στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, τ. Α, Αθήνα 1988, σ. 175-176
[27] Ο.π., Βέλκος, σ. 69-71
       Ο.π., Τζημόπουλος, σ. 124-125
[28] Ο.π., Κελαϊδής, σ. 155-157
[29] Π.Δ. 28/04.03.2016 που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 41/Α'/16.03.2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top