Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Τα αρχοντικά της πόλης

Καταβολές    
Το αρχοντικό Α. Βέργουλα που σήμερα στεγάζει ξενώνα
     Η παρατεταμένη περίοδος της τουρκικής κατάκτησης, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στην πόλη. Ανάμεσα στα κληροδοτήματα εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται και οι εντυπωσιακοί αρχοντικοί οίκοι, πολλοί από τους οποίους σώζονται έως σήμερα, και κοσμούν τον ιστορικό πυρήνα της πόλης. Τα καστοριανά αρχοντικά αποτελούσαν κατ’ ουσίαν κατοικίες εύπορων  καστοριανών και  συνήθως καλούνταν με το  όνομα των ιδιοκτητών τους. Αφετηρία της ύπαρξής τους πρέπει να θεωρούμε τον 17ο αι., όταν ντόπιοι έμποροι παροίκησαν στην Πόλη, τις Παραδουνάβιες Χώρες και την Κεντρική Ευρώπη και κατάφεραν να πλουτίσουν, στέλνοντας χρήματα πίσω στην πατρίδα. Έτσι, με τα εμβάσματα των ξενιτεμένων κτίστηκαν μια σειρά από εντυπωσιακές κατοικίες στον κωνσταντινοπολίτικο ρυθμό, ο  οποίος αποτελεί συνέχεια  των βυζαντινών δόμων[1]. Ήδη από το 1661, ο Εβλιγιά Τσελεμπή κατά την επίσκεψή του στην πόλη περιγράφει ότι συνάντησε αξιόλογα, πολυώροφα σπίτια παρόμοια με της Κωνσταντινούπολης[2], σαφώς αναφερόμενος στα αρχοντικά της πόλης. Η ανοικοδόμηση συνεχίστηκε τον 18ο και τον 19ο αι. με παραλλαγές  στην τυπολογία, αλλά διατηρώντας σε γενικές γραμμές την εξωτερική μορφή και τα υλικά κατασκευής. Εδώ πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι αναφερόμαστε μόνο στα παραδοσιακά μακεδονίτικα αρχοντικά και όχι τα νεοκλασικά ή εκλεκτικιστικά κτίσματα των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Σύγχρονες γενικές μελέτες για τα αρχοντικά της πόλης έχουν κάνει οι Α. Ορλάνδος[3], Δ. Πικιώνης[4], Π. Τσαμίσης[5], Ν. Μουτσόπουλος[6] [7], Ν. Δόϊκος[8] και Π. Τσολάκης[9].


Μορφολογικά χαρακτηριστικά
Παλιό διαβατικό ανάμεσα από γειτονικά
αρχοντικά. Σήμερα δεν σώζεται κανένα
     Εξωτερικά, τα αρχοντικά αποκτούν φρουριακά χαρακτηριστικά και μια σχετική εσωστρέφεια. Ανάλογα με την κλίση του εδάφους οι όροφοι κυμαίνονται από έναν μέχρι τρεις, μαζί με το μεσοπάτωμα. Στα πολυώροφα κτίσματα το ισόγειο και ο πρώτος όροφος είναι συνήθως ένας συμπαγής λιθόκτιστος όγκος  με μικρά ανοίγματα, ενώ ο δεύτερος και ο τρίτος διαμορφώνονται με περισσότερη ελευθερία. Εδώ, τα παράθυρα είναι αρκετά και μεγάλα και κοσμούνται από πολύχρωμα υαλοστάσια, πραγματικά κομψοτεχνήματα. Επίσης, προεξέχουν κατά κανόνα τα λεγόμενα σαχνισιά, σύνηθες στοιχείο της μακεδονίτικης αρχιτεκτονικής. Τα σαχνισιά στηρίζονται τις περισσότερες φορές σε ξύλινες αντιρίδες (παγιάντες και φουρούσια) και σπανιότερα είναι υπόστυλα. Μερικές φορές δύο γειτονικά αρχοντικά επικοινωνούσαν στον όροφο με μια γέφυρα, το διαβατικό, αφήνοντας από κάτω προσπελάσιμο χώρο. Διαβατικά σήμερα δεν υπάρχουν στην πόλη, σωζόταν μέχρι μερικές δεκαετίες πριν. Σπανιότερα, εμφανίζεται και ένας ηλιακός στον όροφο, δηλαδή ένα στεγασμένο μπαλκόνι. Η στέγη είναι ξύλινη και τετράκλινη, με έντονο γείσωμα, προεξέχουσες καμινάδες και πάντοτε με κόκκινα κεραμίδια. Γενικά, όλη η ανωδομή είναι ξυλόπηκτη με σκελετό από τσατμά και μπαγδατί και πληρώσεις από καλαμωτή (πλεγμένα καλάμια με λάσπη). Έτσι, δημιουργείται μια ιδανική αντισεισμική κατασκευή με συμπαγή βάση και ελαφρό επιστέγασμα, ένα παράδειγμα προς μίμηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής.


Ξύλινες παγιάντες στηρίζουν το σαχνισί του
αρχοντικού Χούρτα, που δεν υπάρχει πια
Δύο μεγάλοι ηλιακοί υπάρχουν στην πρόσοψη του
αρχοντικού Τσιατσαπά












Τυπολογία χώρων
Οι τύποι των καστοριανών αρχοντικών,
σύμφωνα με τον Ν. Μουτσόπουλο.Ο πρώτος
περιλαμβάνει ορθογώνια αρχοντικά με έναν
κατά μήκος τοίχο, ο δεύτερος κτίρια σχήματος
Γ ή Π και ο τρίτος τετράγωνα αρχοντικά με
σταυρόσχημη σάλα και τέσσερις οντάδες
στις γωνίες 
     Η διάρθρωση του χώρου παρουσιάζει μια εξελικτική τάση στην πάροδο των ετών, όπως παρατηρεί ο Ν. Μουτσόπουλος[10]. Τα παλαιότερα αρχοντικά που σώζονται σήμερα, των αρχών του 18ου αι., έχουν ορθογώνια κάτοψη με έναν κατά μήκος διαχωριστικό τοίχο. Αργότερα, δημιουργείται ο τύπος σχήματος Π ή Γ  και τέλος τον 19ο αι. επικρατεί η τετράγωνη κάτοψη με έναν εγγεγραμμένο σταυρό και τέσσερις οντάδες στις γωνίες. Ο τελευταίος τύπος χρησιμοποιείται και στα μεταβατικά κτίσματα των τελών του 19ου αι. από τα παραδοσιακά αρχοντικά στα νεοκλασικά αστικά κτίρια. Κάθετα, τα αρχοντικά χωρίζονται σε ισόγειο, μεσοπάτωμα και όροφο (ή ορόφους). Στο ισόγειο (ή εναλλακτικά κατώι) συναντάμε το μαγειρείο, τα κελάρια τροφίμων και κρασιών και μερικές φορές μια εσωτερική αυλή. Στον ημιώροφο υπάρχουν οι χειμερινοί οντάδες (καθιστικά) όπου διημέρευε η οικογένεια και άλλοι βοηθητικοί χώροι, μεταξύ των οποίων και το εργαστήριο γούνας, όταν ο ιδιοκτήτης ήταν γουναράς. Στον όροφο, το κλιμακοστάσιο πάντοτε κατέληγε σε έναν ενιαίο χώρο μέσω του οποίου επικοινωνούσαν τα υπόλοιπα καλοκαιρινά δωμάτια και ο δοξάτος (επίσημος χώρος υποδοχής στις γιορτές). Η έλλειψη χώρου και η ανάγκη ορθογωνισμού των δωματίων επιλύεται με την προεξοχή των σαχνισιών, πολλές φορές ασύμμετρα με το υπόλοιπο κτίριο. Ακόμη, όλα τα αρχοντικά διέθεταν κλειστές με ψηλούς μαντρότοιχους και πλακοστρωμένες αυλές. Η αυλή συνήθως περιελάμβανε μπαξέδες, κληματαριές, τον απόπατο και διάφορα βοηθητικά κτίσματα ή υπόστεγα, τα χαγιάτια. Στα παραλιακά οικόπεδα η αυλή έφτανε μέχρι το γιαλό και τότε τη ονόμαζαν αβγατή[11]. Τα παραλίμνια οικόπεδα θεωρούνταν προνομιακά, καθώς ο ιδιοκτήτης μπορούσε να δένει τη βάρκα του άμεσα στο ιδιωτικό του γεφύρι (ξύλινη αποβάθρα). Έτσι, η κατάτμησή τους γινόταν με τέτοιο τρόπο ώστε όσο το δυνατόν περισσότερα να επικοινωνούν με τη λίμνη.   
   
Αξονομετρικό σχέδιο του αρχοντικού
Νεράντζη-Αϊβάζη, που βοηθά στην κατανόηση
του διαχωρισμού των χώρων (σχέδιο Ν. Μουτσόπουλου)



Υλικά και διάκοσμος
     Τα αρχοντικά χτίζονταν από σινάφια μαστόρων, που κατάγονταν από περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας, της Ηπείρου και της νότιας Αλβανίας. Η τοιχοποιία αποτελούνταν από λίθους της περιοχής και όταν δεν επαρκούσαν τις συμπλήρωναν με λιθάρια που έφερναν από τα γύρω βουνά. Ακόμη, σώζονται μερικά αρχοντικά, κτισμένα με οπτόπλινθους στον όροφο. Ως συνδετικό υλικό χρησιμοποιούνταν ένα μίγμα άμμου, μικρών πετρών, τριχώματος ζώων, άσβεστου και νερού, ενώ συχνά το πάχος τους έφτανε το 1,00 μ. Τα λασπόχτιστα αυτά ντουβάρια τα έδεναν κατά διαστήματα 1,50 μ. καθ’ ύψος με χατίλια (ξύλινα ζωνάρια) δρύινα εξωτερικά και από καστανιά εσωτερικά. Τα μεσοχώρια και οι εξωτερικοί τοίχοι του τελευταίου ορόφου γίνονταν από τσατμά που επιστρωνόταν με στουμπισμένο άχυρο και ασβέστη. Ασβεστοκονίαμα χρησιμοποιούσαν μόνο στα εσωτερικά επιχρίσματα και στα αρμολογήματα της εξωτερικής τοιχοποιίας. Στο εσωτερικό των αρχοντικών συναντάμε περίτεχνo διάκοσμο με ξυλόγλυπτα ταβάνια, μουσάντρες (= εντοιχισμένες ντουλάπες), τζάκια και πολύχρωμους φεγγίτες, με βιτρώ υαλοστάσια[12].
     Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να δωθεί στις επιτοίχιες ζωγραφικές παραστάσεις, οι οποίες αποτελούν εξαίρετα δείγματα της λαϊκής μεταβυζαντινής ζωγραφικής τέχνης. Οι λαϊκοί ζωγράφοι ήταν κυρίως αγιογράφοι από Πινδοχώρια (Χιονάδες, Καπέσοβο, Λινοτόπι, Σουδενά, Σαμαρίνα, Βελτσίστα) ή την Καστοριά, που προσάρμοσαν τις καταβολές της θρησκευτικής τέχνης σε νέο επίπεδο, μετατρέποντάς τη σε κοσμική ώστε να καλύψουν τις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης. Εμφανείς είναι οι ξενόφερτες επιρροές στις παραστάσεις, από τον μουσουλμανικό φυτικό διάκοσμο, τα μοτίβα της περσικής τέχνης και το βιεννέζικο ροκοκό που μετατρέπεται σε ανατολίτικο. Τα ζωγραφικά θέματα είναι είτε ευέλικτα φυτικά σχέδια που αναπτύσσονται σε λωρίδες κάτω από την οροφή, είτε εντυπωσιακές τοπιογραφικές παραστάσεις, που απεικονίζουν κυρίως την Κωνσταντινούπολη (γίνεται εύκολα αντιληπτό για ποιους λόγους επιλέγεται το συγκεκριμένο τοπίο). Επιλέγεται η έντονη χρωματική κλίμακα και η απόδοση του χώρου γίνεται άλλοτε πανοραμική εκ των άνω (ιππεύουσα προοπτική), άλλοτε επιπεδόμορφη και δισδιάστατη και άλλοτε μιμείται την αναγεννησιακή προοπτική με διαδοχή διαφόρων επιπέδων[13]. Τέλος, είναι εμφανές το αυθόρμητο προσωπικό στυλ του καλλιτέχνη, που προσπαθεί με σχηματοποιημένες μορφές αλλά λυρικό τρόπο να αφηγηθεί μια ιστορία.        

Μοναδικής ομορφιάς τοιχογραφία που απεικονίζει την Κωνσταντινούπολη στο Λαογραφικό Μουσείο
(αρχοντικό Νεράτζη-Αϊβάζη)

Κλίμακα, αναλογίες και ποιότητες του χώρου
Αναζήτηση γεωμετρικών αναλογιών στην όψη του
αρχοντικού Τσιατσαπά (σχέδιο Ν. Μουτσόπουλου)
     Όπως προαναφέραμε, τα αρχοντόσπιτα της Καστοριάς ήταν συνήθως διώροφα, σπανιότερα τριώροφα, ενώ όσες φορές επιχειρήθηκε η κατασκευή ενός ακόμη ορόφου, κατεδαφίστηκε από τους οθωμανούς λόγω του ότι είχε οπτική επαφή με τους τούρκικους μαχαλάδες και ιδίως τα χαρέμια. Οι πολεοδομικές διατάξεις της εποχής προέβλεπαν περιορισμό του ύψους σε 9 πήχεις (5,76 μ.) για τα σπίτια των υπόδουλων και 12 (7,68 μ.) για τα τούρκικα σπίτια. Συνήθως, δεν ενδιέφερε το ύψος των κτιρίων αλλά ο σαφής διαχωρισμός των ελληνικών από τις τούρκικες γειτονιές[14]. Σε αυτό ευνοούσε βέβαια και το ανάγλυφο της πόλης, καθώς μεταξύ τους παρεμβάλλονταν η έντονη εδαφική έξαρση της περιοχής της Μητρόπολης με προσανατολισμό βορρά – νότου. Ορισμένες φορές εφαρμοζόταν το εν συνεχεία σύστημα δόμησης με κοινές μεσοτοιχίες, κυρίως στην περιοχή της αγοράς, αλλά συνήθως τα αρχοντικά κτιζόταν ελεύθερα στο οικόπεδο αφήνοντας περιμετρικά τους τον αυλόγυρο. Ακόμη, μετά από προσεκτική μελέτη των όψεων προκύπτουν κάποιες σταθερές αναλογίες που επαναλαμβάνονται. Βέβαια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με βεβαιότητα ότι οι παραδοσιακοί οικοδόμοι γνώριζαν ή εφάρμοζαν οποιασδήποτε μορφής γεωμετρικές χαράξεις, όμως οι αρμονικές αναλογίες στα ανοίγματα και τις καθ’ ύψος υποδιαιρέσεις[15] δεν μπορεί να προέκυψαν τυχαία.  Πιθανώς, οι μάστορες να χρησιμοποιούσαν ράμμα (= σχοινί για την επίτευξη καθετότητας) και κουμπάσο (= διαβήτης), αλλά όπως και να ‘χει το τελικό σύνολο χαρακτηρίζεται από αρμονία στις χαράξεις και τελειότητα στην κατασκευή[16]. Γενικά, οι κατασκευές σέβονταν την ανθρώπινη κλίμακα και εντάσσονταν αρμονικά στον οργανικά αναπτυσσόμενο αστικό ιστό και το φυσικό περιβάλλον, σε αντίθεση με τις σύγχρονες πολυώροφες οικοδομές. Ο εντυπωσιασμός προκύπτει όχι μέσω της επιβολής του μεγέθους, αλλά μέσω της ποικιλίας στην όψη (αριθμός και θέση ανοιγμάτων, σαχνισιά, μπαλκόνια, ξεπεταχτά, κιονοστοιχίες) και της επιλογής των υλικών ή των χρωμάτων. Ο χώρος προσέφερε ένα αίσθημα ανθρωπιάς με τον πλούσιο ηλιασμό και αερισμό από τα πολλά παράθυρα, με τις ευχάριστες συνθήκες θερμοκρασίας όλο τον χρόνο που παρείχαν οι παραδοσιακές μέθοδοι στον σχεδιασμό και την κατασκευή, με τους ημιυπαίθριους χώρους και τον φυτεμένο αυλογυρο που έδιναν ζωτικό χώρο στους ενοίκους.   



Τοποθεσίες
     Η Καστοριά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν χωρισμένη σε τρία εθνοτικά μιλέτια: το ελληνικό, το τουρκικό και το εβραϊκό. Σε καθένα από αυτά ανοικοδομήθηκαν εντυπωσιακοί αρχοντικοί οίκοι από διάφορης εθνικότητας ιδιοκτήτες. Βέβαια, σήμερα σώζονται μόνο αρχοντικά από το ελληνικό τμήμα στις περιοχές του Ντολτσό και του Απόζαρι και μόλις ελάχιστα από το τουρκικό και το εβραϊκό τμήμα. Από τα πρώιμα δείγματα του 17ου αι. που αναφέρει ο Εβλιγιά Τσελεμπή δυστυχώς δεν σώζεται κανένα και ούτε γνωρίζουμε τις θέσεις τους. Τα παλαιότερα σωζόμενα ανάγονται στις αρχές και τα μέσα του 18ου αι., αυτά του Δράσκα, του Μπασάρα, του Ναντζή, των Εμμανουήλ, του Τσιατσαπά και του Μαντζούρα. Από τον 18ο αι. και τον 19ο αι. έχουμε αρκετά παραδείγματα στους παραδοσιακούς πυρήνες του Ντολτσό και του Απόζαρι (παλιές συνοικίες Καρύδη, Δραγωτά, Αγ. Λουκά και Αγ. Παντελεήμονα), πολλά από τα οποία έχουν αποκατασταθεί. Προσδιορίζοντας τις θέσεις των αρχοντικών κατά την Τουρκοκρατία θα λέγαμε ότι συγκεντρώνονταν κυρίως σε τρία σημεία: στα βόρεια και τα νότια παραλίμνια ομαλά εδάφη του Απόζαρι και του Ντολτσό που προαναφέρθηκαν και στην περιοχή της κεντρικής πύλης, όπου ήταν το διοικητικό κέντρο και πολλά τούρκικα κονάκια επιφανών Τούρκων. Στο εβραϊκό και τα υπόλοιπα τμήματα υπήρχαν λιγοστά τέτοια κτίρια, διεσπαρμένα.    


Ονομασίες
     Τα αρχοντικά κτίρια προσδιορίζονταν με το όνομα του ιδιοκτήτη τους και πολλές φορές μετονομάζονταν, όταν αυτός άλλαζε. Έτσι, πολλά από τα ονόματα που είναι γνωστά στις μέρες μας δεν χρησιμοποιούνταν σε παλαιότερες εποχές. Ακόμα είναι εξαιρετικά δύσκολη η αποσαφήνιση της έννοιας αρχοντικό. Δηλαδή δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη η διάκριση μεταξύ αρχοντικού και λαϊκής παραδοσιακής οικίας. Σίγουρα πρέπει να συνάδει με την διατήρηση αξιόλογων παραδοσιακών αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως και με το μέγεθος του κτιρίου. Παρ΄όλα αυτά πολλά που πληρούσαν αυτούς τους όρους κατεδαφίστηκαν και χάθηκαν δια παντός. Δεν έχει γίνει ποτέ ο επακριβής και μεθοδικός διαχωρισμός των κτισμάτων που θεωρούνται αρχοντικά με άλλα αστικά κτίρια κοινών χαρακτηριστικών της ίδιας εποχής. Πολλά από αυτά που έχουν χαρακτηριστεί επίσημα ως αρχοντικά στη συνέχεια αποχαρακτηρίστηκαν. Ακόμη, για μερικά κτίσματα επικράτησε καταχρηστικά η ονομασία αρχοντικό, περισσότερο εξαιτίας της κοινωνικής αναγνώρισης που απολάμβανε η οικογένεια που ζούσε σε αυτό. Ξανατονίζουμε ότι αναφερόμαστε μόνο στα παραδοσιακά και όχι τα κτίρια δυτικότροπης τεχνοτροπίας στην πόλη.  Στην προσπάθειά μας να διερευνηθεί το παραπάνω θέμα καταλήξαμε στον παρακάτω κατάλογο, δεχόμενοι επιρροές από την εργασία των Δόϊκου, Σίσιου και Τσουρτσούλα[17]:

Ντολτσό
Το αρχοντικό Μπασάρα
Μπασάρα: βρίσκεται στην οδό Βυζαντίου και θεωρείται ένα από τα παλαιότερα αρχοντικά των μέσων του 18ου αι. Κτίστηκε από τον γουνέμπορο Μ. Μπασάρα που ήρθε από την Πόλη και παρέμεινε στην οικογένεια πολλές γενιές. Είναι διώροφο με μεσοπάτωμα, αλλά αρχικά περιλάμβανε ακόμη έναν όροφο που κατεδαφίστηκε στα τέλη του 19ου αι. Τυπολογικά, ανήκει στην πρώιμη μορφή με έναν κατά μήκος τοίχο, που διαχωρίζει διμερώς το ορθογώνιο κτίσμα. Ακόμη, σώζονται ιδιαίτερα στοιχεία όπως ο ηλιακός και τα τοξωτά ανοίγματα του ισογείου. Το 1976 περιήλθε στη δικαιοδοσία του κράτους και έγιναν κάποιες εργασίες συντήρησης στην στέγη. Σήμερα σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση και έχει προταθεί για τη δημιουργία ενός Μουσείου Γούνας στην πόλη[18].
Το αρχοντικό Ναντζή
Ναντζή (κυρ-Γιαννάκη): από τα καλύτερα διατηρημένα αρχοντικά, βρίσκεται ομοίως στην οδό Βυζαντίου. Η κατασκευή του ανάγεται στα μέσα του 18ου αι. και αργότερα ήταν ακόμη γνωστό ως σπίτι του κυρ Γιαννάκη. Είναι διώροφο και έχει κάπως περίεργο σχήμα κάτοψης, που οφείλεται στο οικόπεδο. Έχει προεξέχοντα σαχνισιά, κιονοστοιχία στον εσωτερικό αυλόγυρο, ωραίες διακοσμητικές τοιχογραφίες στο εσωτερικό και κάπως καμπυλωμένο γείσο στέγης. Κάποια περίοδο του 20ου αι. φιλοξένησε μουσείο[19].
Εμμανουήλ: ανήκε στους αδερφούς Εμμανουήλ, γνωστών εθνομαρτύρων, που θανατώθηκαν μαζί με τον Ρήγα Φεραίο. Το συναντάμε ομοίως στην οδό Βυζαντίου, όπου σχηματίζει έναν πυρήνα μαζί μετά δύο προηγούμενα αρχοντικά. Ανήκει στον πρώιμο τύπο, είναι τριώροφο και έχει εσωτερική αυλή, όπως του Ναντζή. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι τα πολύ εντυπωσιακά τριγωνικά σαχνισιά που προβάλουν πάνω από το σοκάκι. Σήμερα, είναι αναστηλωμένο και στεγάζει το Ενδυματολογικό Μουσείο της πόλης.
Το κιόσκι της σάλας στο Λαογραφικό
Μουσείο
Νεράντζη-Αϊβάζη: είναι και αυτό του 18ου αι. και βρίσκεται στην οδό Καπετάν Λάζου. Είναι διώροφο με μεσοπάτωμα, σχήματος Π και είναι κτισμένο εν σειρά με τα γειτονικά οικήματα. Στολίζεται με μοναδικές ζωγραφικές παραστάσεις και ξυλόγλυπτα ταβάνια. Την δεκαετία του 1970 περιήλθε στον Δήμο και τη διαχείρισή του ανέλαβε ο Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος «Αρμονία», ενώ στεγάζει από το 1975 το Λαογραφικό Μουσείο[20].
Ωρολογόπουλου: είναι διώροφο, έχει σχήμα Γ και βρίσκεται στην οδό Πηχεών, κοντά στη πλατεία του Ντολτσό. Δέχτηκε πολλές μεταγενέστερες αλλοιώσεις στην όψη με νεοκλασικά πρελούδια, όπως ψευδοκίονες και πλαίσια από τα παράθυρα από τραβηχτά επιχρίσματα. Σήμερα έχει αποκατασταθεί και στεγάζει ένα ξενώνα.
Το αρχοντικό Σκούταρη
Σκούταρη: κτίστηκε προς τα τέλη του 18ου αι. και εντοπίζεται στην νότια παραλία της πόλης, στην οδό Ορεστιάδος. Ανήκει στην δεύτερη τυπολογική μορφή και είναι σχήματος Π. Έχει περιέλθει στην ιδιοκτησία του ΕΟΤ και διατηρείται σε μέτρια κατάσταση σήμερα.
Μπατρίνου: ανήκει στον τρίτο τύπο και κτίστηκε τον 19ο αι. από τον Μ. Μπατρίνο. Έχει τρεις ορόφους και μεσοπάτωμα, ενώ βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Πηχεών και Καπετάν Λάζου.
Βεργουλάδικα: έτσι έχει επικρατήσει η ονομασία δύο δίδυμων αρχοντικών της οδού Αϊδήτρας (Αγίου Κοσμά). Κτίστηκαν στα μέσα του 19ου αι. από τον αρχιμάστορα Α. Βέργουλα και είναι τριώροφα, ενώ αποτελούν ένα από τα πρώτα δείγματα του τρίτου τύπου αρχοντικών, με σταυρόσχημη σάλα και τέσσερις οντάδες στις γωνίες. Σήμερα, έχουν αποκατασταθεί υποδειγματικά και φιλοξενούν έναν ξενώνα και την Σχολή Οργανοποιΐας του Δήμου αντίστοιχα. 
Το αρχοντικό Δεληδίνα
Μητούση: εντοπίζεται στην οδό Καπετάν Λάζου, κοντά στα αρχοντικά Μπατρίνου και Νεράντζη-Αϊβάζη. Είναι τριώροφο, ανήκει στον τρίτο τύπο και κτίστηκε στα μέσα του 19ου αι.
Δεληδίνα: αποτελείται από τρεις ορόφους, είναι του τρίτου τύπου και βρίσκεται εγκατεστημένο ανάμεσα από τα Βεργουλάδικα και το αρχοντικό Σκούταρη, στην οδό Εμ. Παππά. Έτσι, συγκροτείται ένας ακόμη μικρός πυρήνας σε αλλεπάλληλα επίπεδα του εδάφους, που δίνει μοναδικές εντυπώσεις.
Γάκη: ένα ακόμη από τα αρχοντικά του 19ου αι. με σταυρόσχημη σκάλα. Έχει τρεις ορόφους και βρίσκεται στην πλατεία του Ντολτσό.
Πουλιόπουλου: ομοιάζει αρκετά με το διπλανό αρχοντικό Γάκη, καθώς έχει ομοίως τρεις ορόφους και ανήκει στον τρίτο τύπο. Αποκαταστάθηκε πρόσφατα στεγάζοντας ένα χώρο εστίασης. Πρόσφατα υπέστη σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά.
Στεφανή: είναι ένα τριώφορο κτίσμα με σταυρόσχημη σάλα και βρίσκεται στην οδό Βενιζέλου. Κτίστηκε στα μέσα του 19ου αι. και έχει αποκατασταθεί.
Πασχάλη: έχει τρεις ορόφους, αλλά σχετικά μικρό μέγεθος. Βρίσκεται στην νότια παραλία, δίπλα στο αρχοντικό Παπατέρπου. Έχει κατεδαφιστεί.
Το αρχοντικό Παπατέρπου
Παπατέρπου: είναι ένα εντυπωσιακό κτίσμα στην Νότια Παραλία (οδός Μεγάλου Αλεξάνδρου). Εδράζεται πάνω σε βραχώδες υπόστρωμα, είναι τριώροφο και ανήκει στην τρίτη κατηγορία αρχοντικών. Κτίστηκε από οθωμανούς ιδιοκτήτες την δεκαετία του 1880 και είναι ένα από τα μοναδικά σωζόμενα σήμερα από το οθωμανικό τμήμα της πόλης. Περιήλθε στην ιδιοκτησία της οικογένειας Παπατέρπου και αποκαταστάθηκε το 1987. Σήμερα φιλοξενεί τις εγκαταστάσεις του Τεχνικού Επιμελητήριου Καστοριάς.
Το αρχοντικό Πηχεών που στεγάζει
το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα
Πηχεών: Κατασκευάστηκε στα τέλη του 19ου αι. από τον Αναστάσιο Πηχιών, πρωτεργάτη του Μακεδονικού Αγώνα. Είναι διώροφο με σταυρόσχημη σάλα, ενώ αρχικά περιλάμβανε ακόμη έναν όροφο που καθαιρέθηκε. Βρίσκεται στην πλατεία του Ντολτσό και αποκαταστάθηκε πρόσφατα, στεγάζοντας το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα.
Ακολουθεί απλή αναφορά σε παραδοσιακές οικίες, που μάλλον συμβατικά αναφέρονται ακόμη ως αρχοντικά, καθώς διαθέτουν πολλά εκλαϊκευμένα χαρακτηριστικά. Είναι στην πλειοψηφία τους διώροφα, μικρά σε μέγεθος και έχουν δεχτεί πολλές σημαντικές αλλοιώσεις, όπως προσθήκες και ασβέστωμα της λιθοδομής. Μερικά σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση και κατοικούνται ακόμη, άλλα όχι.
Αρχοντικά Βαλαλά,  Γιαννάκη, Γκιμουρτζίνα, Δόλγου, Δράσκα, Ζάχου, Ζήλα, Μπασακύρου, Παπαγεωργίου, Παπάζογλου, Παπαμαντζάρη, Παπαντίνα, Παπαχρήστου, Πρωτόγερου, Σιώμκου, Σούκου, Τσακάλη, Χαλάτση κ.α

Απόζαρι
Το μικρό αρχοντικό Μαντζούρα
δίπλα σε αυτό του Τσιατσαπά
Μαντζούρα (Κούφαλου): όπως δείχνουν οι πηγές μάλλον είναι από τα παλαιότερα σωζόμενα αρχοντικά της Καστοριάς. Πιθανότερη χρονολογία κατασκευής οι αρχές του 18ου αι. Βρίσκεται στον μυχό της Γκραντίτσας του Απόζαρι, στην οδό Τσιατσαπά. Αναφορές έχουν γίνει για ζωγραφικές παραστάσεις και ξυλόγλυπτα στο εσωτερικό του[21].
Τσιατσαπά (Μόραλη): είναι ένα από τα ψηλότερα αρχοντικά, καθώς διαθέτει τρεις ορόφους και μεσοπάτωμα. Ανήκει στο πρώτο τύπο αρχοντικών και είναι το μοναδικό με σαφή χρονολόγηση το 1754, όπως δηλώνει ένα εγχάρακτο αγκωνάρι. Αρχικά ανήκε στην οικογένεια Μόραλη και μετέπειτα σε αυτή του Δ. Τσιατσαπά. Σήμερα λαμβάνουν χώρα εδώ εργασίες συντήρησης.  
Το αποκατεστημένο πλέον
αρχοντικό Σαπουντζή
Σαπουντζή: είναι ένα τριώροφο κτίσμα στην οδό Χριστοπούλου, απέναντι από τον Αγ. Λουκά. Είναι αρκετά παλιό κτίσμα του 18ου αι. και ανήκει στην πρώτη τυπολογική μορφή. Τον τελευταίο καιρό γίνονται εργασίες αποκατάστασης ώστε να στεγάσει τμήματα της μελλοντικής Αρχιτεκτονικής Σχολής στην πόλη.
Χριστόπουλου:βρίσκεται σε έδαφος με αρκετή κλίση στην οδό Βιτσίου. Θεωρείται σύμφωνα με παραδόσεις ότι είναι ο τόπος γέννησης του μεγάλου λόγιου της Καστοριάς, Αθανάσιου Χριστόπουλου. Αν αυτό ισχύει τότε η κατασκευή του μάλλον ανάγεται στα μέσα του 18ου αι. Είναι του Α τύπου και δεν σώζεται σε καλή κατάσταση.
Μάλκου (Σαχίνη): είναι τριώροφο, αλλά σήμερα το δάπεδο του ισογείου είναι κάτω από τη στάθμη του δρόμου. Βρίσκεται στη οδό Χριστοπούλου και ανήκει στον πρώτο τύπο αρχοντικών. Έχει δεχθεί πολύ μεγάλες μεταγενέστερες αλλοιώσεις. Στο εσωτερικό του υπάρχουν ωραίες τοιχογραφίες και κειμήλια, ενώ στο αυλόγυρό του σώζεται ένα βυζαντινό λουτρό, το μοναδικό στην πόλη[22].
Το αρχοντικό Τζώτζα
Τζώτζα: είναι ένα από τα πρώτα κτίρια του 19ου αι. που κτίστηκαν βάσει του νέου τετράγωνου τύπου με τη σταυρόσχημη σάλα. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λεωφόρο Νίκης (Βόρεια Παραλία) και την οδό Χριστοπούλου. Η όψη του είναι εντελώς κατακερματισμένη από τα πολλά παράθυρα, ενώ έχει και ένα ημιυπαίθριο προστώο με δύο κίονες. Εδώ προορίζεται η στέγαση των Γενικών αρχείων του Κράτους και για τον λόγο αυτό αποκαθίσταται. 
Μαυροβίτη: το αρχοντικό βρίσκεται στην οδό Χριστοπούλου και είναι τριώροφο. Είναι του τρίτου τύπου και διατηρείται σε καλή κατάσταση, περικυκλωμένο από σύγχρονα κτίσματα.


Κατεστραμμένα αρχοντικά
Η μοναδική απεικόνιση των κονακιών Αράμ και Σαχίν.
Λεπτομέρεια από φωτογραφία του 1903
Πολλά παραδοσιακά αρχοντικά εξαφανίστηκαν στην πάροδο των ετών, είτε επειδή ανήκαν σε Τούρκους και πυρπολήθηκαν μετά την απελευθέρωση (γεγονός που δικαιολογείται ως ένα βαθμό), είτε κατέρρευσαν λόγω της αδιαφορίας από μέρους της πολιτείας, είτε δέχθηκαν εμπρησμούς.  Από τα πρώτα γνωστά αρχοντικά που κατεδαφίστηκαν είναι αυτό του Παναγιόδωρου, που βρισκόταν στην θέση του σημερινού 2ου Δημοτικού Σχολείου και κατεδαφίστηκε για την ανέγερση της Ελληνικής Σχολής. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τα τούρκικα κονάκια που ακολουθούσαν τα παραδοσιακά μακεδονίτικα πρότυπα και καταστράφηκαν από έλληνες στρατιώτες τον πρώτο καιρό μετά την απελευθέρωση το 1912. Γνωστά σε εμάς από τις πηγές είναι αυτά του Αράμ Μπέη (το μεγαλύτερο κτίσμα της πόλης εκείνη την εποχή που στέγαζε το διοικητήριο), τα δίδυμα κονάκια του Σαχίν Μπέη, του Ζουλφεκιάρ Μπέη στη θέση της σημερινής Νομαρχίας, του Δαούτ Μπέη, του Μουμτάζ Μπέη, αλλά και νεοκλασικά κτίσματα όπως τα κονάκια του Μαλίκ Μπέη. Σχετικές αναφορές στις εφημερίδες της εποχής[23] και σε μελέτες του Π. Τσολάκη[24]. Επίσης, στην περίδο του Μεσοπολέμου χάθηκαν τα αρχοντικά Βασδέκα στο Ντολτσό, Βότσα και Γιάντσου στο Απόζαρι. Μετά το 1950 καταστράφηκε το εντυπωσιακό αρχοντικό του Χαμ Μιρκάδο στην εβραϊκή συνοικία και το αρχοντικό Σπάλα, ενώ αυτό του Μπετλή, που στέγαζε το παλιό Ορφανοτροφείο-Οικοτροφείο της πόλης, έχει δεχθεί πολύ μεγάλες αλλοιώσεις σε βαθμό που δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Τέλος, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια έξαρση όσον αναφορά τους εμπρησμούς και την προσπάθεια αποχαρακτηρισμού πολλών αρχοντικών, ώστε να κατεδαφιστούν. Πρόσφατα, καταστράφηκαν για διάφορους λόγους τα αρχοντικά Τσαμίση,  Παπία, Ρούμπα, Χούρτα,  Φεραίου και Τζιάττα. Στην περίπτωση του εβραϊκού αρχοντικού Σομαλιά έγιναν καταφανείς οι λόγοι εμπρησμού του, καθώς είχε προηγηθεί αφαίρεση των τοιχογραφιών από αρχαιοκάπηλους.   
Στο βάθος το αρχοντικό του Χαμ Μιρκάδο,
ένα από τα ελάχιστα εβραϊκά που υπήρχαν στην πόλη
Το αρχοντικό Σομαλιά που καταστράφηκε
το 2004 από εμπρησμό.


                                                          Τα αρχοντικά της Καστοριάς



πηγές εικόνων
Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, Τα αρχοντικά, εκδ. Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 1962
Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1989
Ν. Δόϊκος (επιμ.) - Ι. Σίσιου - Δ. Τσούρτσουλας, Καστοριανά μνημεία, Μακεδονική κληρονομιά, Χρωμογραφή, Αθήνα, 1995
Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσ/νίκη, 2009
Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Αθήναι , 1949
panoramio.com
vergoulas.gr


[1]  Ν. Μουτσόπουλος, Τα αρχοντικά της Καστοριάς, Επτά Ημέρες, εφ. Καθημερινή (3.12.1995), σ. 20
[2]  Β. Δημητριάδης, Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατα τον Εβλιγιά Τσελεμπή, Εταιρία
    Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νικη, 1973, σ. 169
[3]  Α. Ορλάνδος, Τα παλιά αρχοντόσπιτα της Καστοριάς, Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος, τ. Δ’, 1938, σ. 196-210
[4]  Δ. Πικιώνης (επιμ.), Αρχοντικά της Καστοριάς, Αθήναι, 1948
[5]  Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Αθήναι , 1949, σ. 189 -216
[6]  Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, Τα αρχοντικά, εκδ. Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 1962
[7]  Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1989
[8]  Ν. Δόϊκος (επιμ.) - Ι. Σίσιου - Δ. Τσούρτσουλας, Καστοριανά μνημεία, Μακεδονική κληρονομιά, Χρωμογραφή, Αθήνα, 1995
[9]  Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσ/νίκη, 2009, σ. 96 - 102
[10]  Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, Τα αρχοντικά, εκδ. Αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 1962, σ.
[11]  ο.π, σ. 13-14
[12]  ό.π. σ. 11-12
[13]  Τ. Σπητέρης, 3 Αιώνες Νεοελληνικής Τέχνης (1660-1967), Πάπυρος, Αθήνα, 1979, σ. 139-143
[14]  Π. Τσολάκης, Η αρχιτεκτονική της παλιάς Καστοριάς, Επίκεντρο, Θεσ/νίκη, 2009, σ. 78 
[15]  Οι καθ’ ύψος υποδιαιρέσεις προκύπτουν από τη χρήση των ξύλινων ζωναριών στη βάση (χατίλια) και την εναλλαγή των υλικών στην ανωδομή.
[16]  Ν. Μουτσόπουλος, Καστοριά, Ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική, Μέλισσα, Αθήνα, 1989, σ. 41, 42
[17]  Ν. Δόϊκος (επιμ.) - Ι. Σίσιου - Δ. Τσούρτσουλας, Καστοριανά μνημεία, Μακεδονική κληρονομιά, Χρωμογραφή, Αθήνα, 1995
[18]  Κ. Θεοχαρίδου, Το αρχοντικό του Μπασάρα στην Καστοριά και η εμπορική δραστηριότητα της οικογένειας στο Α’ μισό του 19ου αι., Μακεδονικά 19 (1979), ΕΜΣ, Θεσ/νίκη,σ.298-325
[19]  Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Αθήναι, 1949, σ. 192-195
[20]  Α. Σαχίνης, Το αρχοντικό του Νεράντζη-Αϊβάζη, Καστοριά, 1977
[21]  Π. Τσαμίσης, Η Καστοριά και τα μνημεία της, τύποις Αλευρόπουλου, Αθήναι, 1949, σ. 201
[22]  ο.π, σ. 203 - 206
[23]  εφ. Δυτική Μακεδονία, φ.23(27.4.1930) - φ.51 (9.11.1930) 
[24]  Π. Τσολάκης, Οι τουρκαλβανοί στην Καστοριά και τα κονάκια των μπέηδων Σαχίν και Αράμ, Επιστημονική Επετηρίδα Πολυτεχνικής Σχολής ΑΠΘ 17 (2001),Το Αίθριον, Θεσ/νίκη, σ. 113-140 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top