Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Η αρχαία Ορεστίδα (μέρος 3ο) : Υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων

* Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε με μικρές αλλαγές και στην εφημερίδα Ορεστίς, φ. 282 (Οκτ 2014), σ. 12, και φ. 284 (Δεκ 2014), σ. 13, Μορφωτικός Σύλλογος ''Η Ορεστίς'' Άργους Ορεστικού

Ρωμαϊκή Εποχή (197 π.Χ – 330 μ.Χ)    
Ο διαχωρισμός της Μακεδονίας σε μερίδες και η αυτόνομη
Ορεστίδα κατά τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης 
     Το 197 π.Χ καταλαμβάνονται το Κέλετρο και το Πέλλιο από τον ρωμαίο ύπατο Σουλπίκιο Γάλβα, εντάσσοντας την Ορεστίδα στην αυτοκρατορία[1]. Δεν είμαστε σίγουροι για τους λόγους που οδήγησαν τους Ορέστες να παραδοθούν και να μην πολεμήσουν στο πλευρό τον υπόλοιπων Μακεδόνων έως την σθεναρή αντίστασή τους στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ) και την επανάσταση του Ανδρίσκου (148 π.Χ). Ως αντάλλαγμα για την στάση τους αυτή οι Ορέστες παρέμειναν σε μια αυτόνομη πολιτειακή οργάνωση[2], γνωστή ως ‘’κοινό των Ορεστών’’, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Άνω Μακεδονία που συγκρότησε την τέταρτη μερίδα της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας. Αργότερα, σε όλα τα ‘’έθνη’’ της Άνω Μακεδονίας παραχωρήθηκε αυτονομία[3], ενώ ανήκαν ταυτόχρονα στην Επαρχία Ιλλυρικού.  Αυτή η κατάσταση παρέμεινε μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ τουλάχιστον, οπότε διαλύθηκε το κοινό ή υποβαθμίστηκε σε απλή λατρευτική οργάνωση[4]. Στο μεταξύ διάστημα, δεν συνέβησαν πολλά αξιοσημείωτα γεγονότα στην περιοχή, παρα μόνο ότι ολόκληρη η Άνω Μακεδονία τάχθηκε στο πλευρό του Ιούλιου Καίσαρα στον Εμφύλιο Πόλεμο με τον Πομπηίο. Μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού πρέπει να συνέβησαν κάποιες αλλαγές με την κατάταξη της Ορεστίδας στην Επαρχία Θεσσαλίας και την ίδρυση της Διοκλητιανούπολης. Γενικά, η κατάκτηση από τους Ρωμαίους δεν πρέπει να άλλαξε σημαντικά τη ζωή των Ορεστών, καθώς παρουσιάζεται μεγάλη ομοιότητα και συνέχεια στα ευρήματα με την Ελληνιστική Εποχή. Η σχετική αυτονομία που τους παραχωρήθηκε βοήθησε την συνέχεια των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, της θρησκείας, της τέχνης και των οικιστικών κέντρων που είχαν πληγεί από τους διαδοχικούς Ρωμαιο-Μακεδονικούς Πολέμους. Επίσης, παρατηρείται διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και των πατρογονικών μακεδονικών ονομάτων, όπως μαρτυρούν οι σωζόμενες επιγραφές[5].   
Η τιμητική επιγραφή του κοινού που βρέθηκε κατά την
επικρατέστερη άποψη βόρεια του σημερινού 
Άργους Ορεστικού
               Το κοινό των Ορεστών όμως πρέπει να δημιουργήθηκε πολύ νωρίτερα, τον 4ο- 3ο αι. π.Χ περίπου, απ’ όπου σώζεται μια τιμητική επιγραφή του Απόλλωνα στην Δήλο, η οποία περιλαμβάνει και το κοινό των Ορεστών. Τα κοινά της αρχαίας Ελλάδας ήταν μια μορφή αμφικτιονίας, ενός συνασπισμού μεταξύ γειτονικών πόλεων, που είτε είχε σαφείς πολιτικές αρμοδιότητες είτε ήταν απλώς οργανώσεις για την λατρεία των θεών. Σημαντικότερα κοινά στους ελληνιστικούς χρόνους ήταν η Αχαϊκή και η Αιτωλική Συμπολιτεία, το κοινό των Ηπειρωτών, των Ιώνων, των Χαλκιδέων, η αμφικτιονία των Δελφών, το λατρευτικό κοινο των Μακεδόνων και τα ημιαυτόνομα κοινά ή έθνη της Άνω Μακεδονίας. Μετά την κατάκτηση από τους Ρωμαίους συνεχίζουν να υπάρχουν όλα τα κοινά στην περιοχή μας, μόνο που στην περίπτωση της Ορεστίδας πρέπει να είχε περισσότερες αρμοδιότητες, μιας και παραχωρήθηκε από νωρίς η σχετική αυτονομία. Για την μορφή αυτής της πολιτικής οργάνωσης αντλούμε πληροφορίες από μια σειρά επιγραφών που βρέθηκαν κατά καιρούς στην περιοχή. Η σημαντικότερη ίσως από αυτές, που δηλώνει ρητά το όνομα του κοινού βρέθηκε πιθανότατα στην περιοχή βόρεια του Άργους Ορεστικού[6] και αποδίδει τιμές στον αυτοκράτορα Κλάυδιο (41-54 μ.Χ)[7]
Ο ρωμαίος Αυτοκράτορας Κλαύδιος (41-54 μ.Χ)
 στον οποίο αποδίδεται τιμή
         Αυτή η επιγραφή μας προσφέρει δύο πολύ σημαντικές έμμεσες πληροφορίες: αφ’ ενός πρέπει να θεωρείται βέβαιη η αυτοκρατορική λατρεία στο κοινό σε συνδυασμό με το πολιτικό σκέλος[8], αφ’ ετέρου  φωτογραφίζεται η περιοχή ανάμεσα από το σημερινό Άργος και την Ποριά ως θέση της έδρας του κοινού τουλάχιστον κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή. Επόμενη σημαντική επιγραφή αυτή που βρέθηκε στο Σκάλι Κρανοχωρίου και περιλαμβάνει ένα ψήφισμα μιας άγνωστης από τις πηγές πόλης, της Βάττυνας, με την διαμαρτυρία των κατοίκων για την καταπάτηση των κτημάτων τους από τους ρωμαίους επαρχικούς[9]. Εκεί αναφέρεται η εκκλησία (του δήμου) και ο πολιτάρχης της πόλης Αλέξανδρος Λεωνίδου μαζί με ένα μακρύ κατάλογο συνυπογραφούντων. Αυτό μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε ότι στις πόλεις της Ορεστίδας υπήρχε μια γενική συνέλευση των πολιτών που έπαιρνε αποφάσεις και κάθε πόλη είχε τον δικό της τοπικό άρχοντα. Τρίτη επιγραφή αυτή που εντοπίστηκε εντοιχισμένη στο Κουρσούμ τζαμί της Καστοριάς αναφέρεται στην εκλογή κάποιου σύνεδρου[10], δηλώνοντας την ύπαρξη αυτού του θεσμού που ίσχυε και στην Κάτω Μακεδονία[11], δηλαδή μιας ολιγομελούς συνέλευσης που έπαιρνε αποφάσεις για το κοινό. Προφανώς, έχει μεταφερθεί εδώ από άλλη θέση, ίσως αυτή του Αρμενοχωρίου. Εκτός όλων των παραπάνω θεσμών πρέπει να θεωρείται βέβαιη η ύπαρξη ειδωλολατρικού αρχιερατείου, τοπικών αρχόντων και στρατιωτικής ηγεσίας, δικαστικού και νομοθετικού συστήματος, υποδομές εκπαίδευσης και αθλητικών δρώμενων. Μια αξιόλογη μελέτη για τους θεσμούς της Άνω Μακεδονίας κατά τη Ρωμαιοκρατία έχει κάνει ο Δ. Κανατσούλης[12] και ο Δ. Σαμσάρης[13]. 
Η επιγραφή με τον κατάλογο του
Γυμνασίου,που βρέθηκε στο Σισάνι
    Ο πληθυσμός κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή συνέχισε να αυξάνεται και το ειρηνικό κλίμα που επικράτησε τουλάχιστον κατά τους πρώτους αιώνες μετά την κατάκτηση (pax romana) βοήθησε την συνέχεια των οικιστικών κέντρων και την αναβάθμισή τους σε civitas (=μικρές πόλεις). Δεν υπάρχουν στοιχεία για την ύπαρξη του Άργους Ορεστικού κατά την ρωμαϊκή κατάκτηση, καθώς δεν υπάρχει σχετική αναφορά. Κάποιος οικισμός πρέπει να υπήρχε στις θέσεις Παραβέλα, Πίκρη και Σοπότι βόρεια του σημερινού Άργους, αλλά δεν έχει ταυτιστεί ακόμη. Βέβαιο πάντως είναι ότι υπήρχε το Κέλετρο, το οποίο μάλλον συνέχισε με την ίδια μορφή, με τη διαφορά ότι γκρεμίστηκαν τα τείχη του[14]. Άλλη πόλη που συνέχισε να αναπτύσσεται είναι η πόλη Λύκη στο νησάκι του Αγ. Αχιλλείου της Μικρής Πρέσπας. Πρέπει να βρισκόταν στο ΝΔ τμήμα του νησιού και το όνομά της το αντλούμε από επιγραφές που βρέθηκαν εντοιχισμένες στον μεταγενέστερο ναό των Δώδεκα Αποστόλων[15]. Την Ρωμαϊκή Εποχή κάνουν την εμφάνισή τους η πόλη Βάττυνα, κοντά στο σημερινό Κρανοχώρι, και μια ακόμη στο Σισάνι που δεν γνωρίζουμε το όνομά της. Για την πρώτη έχουμε μερικά στοιχεία από την στήλη του ‘’Δόγματος των Βαττυναίων’’ που προαναφέρθηκε και για την δεύτερη μια επιγραφή με τον κατάλογο των εφήβων του γυμνασίου της, που εντοπίστηκε στον χώρο της Μονής Θεοτόκου[16]. Δεν έχουμε επαρκή στοιχεία για την εποχή ίδρυσης και εγκατάλειψής τους. Ακόμη, η κατάκτηση της οχυρωμένης πόλης Πέλλιον αναφέρεται από τον Τίτο Λίβιο, όμως δεν γνωρίζουμε αν μετά συμπεριλήφθηκε στην αυτόνομη Ορεστίδα, καθώς βρίσκεται στα βόρεια της λεκάνης της Κορυτσάς. Επίσης, δεν γνωρίζουμε αν η πόλη Κέλιον που αναφέρεται σε αναθηματική επιγραφή[17] και βρέθηκε στον λόφο Γκορίτσα στην διπλανή κοιλάδα του Δεβόλη, αναφέρεται στο Πέλλιον ή αποτελεί ξεχωριστό οικιστικό κέντρο. Αίνιγμα αποτελεί η πόλη Ορεστία που αναφέρει ο Στέφανος Βυζάντιος[18] που δεν έχει ταυτιστεί με κάποια θέση, παρά τις κατά καιρούς προτάσεις από ερευνητές[19]. Η F. Papazoglu υποστηρίζει πως ο συγκεκριμένος χρονογράφος πολλές φορές αναφέρει ως πόλη ολόκληρο το ‘’έθνος’’[20]. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η αναφερόμενη πόλη Λύγκος της Λυγκιστίδας και Ελίμεια της Ελιμειώτιδας. Τελειώνοντας με τις πόλεις της Ορεστίδας, στη δύση της Ρωμαϊκής Εποχής χρονολογείται και η ίδρυση της Διοκλητιανούπολης, που ταυτίστηκε με τον οχυρωμένο οικισμό στη θέση Αρμενοχώρι Άργους Ορεστικού. Για την ονομασία άλλων πόλεων δεν υπάρχουν περαιτέρω μαρτυρίες είτε από αρχαίες πηγές είτε από επιγραφές, όμως δεν αποκλείεται η ύπαρξη κάποιων ακόμη. Ο Στράβωνας μας πληροφορεί πως μετά την κατάκτηση ολόκληρη η Άνω Μακεδονία είχε ερημωθεί και κατοικούνταν από κώμες, δηλαδή μικρούς οικισμούς και όχι αρκετές πόλεις[21]. Τέτοιες κώμες πρέπει να υπήρχαν διάσπαρτες στην Ορεστίδα, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα.     
Αργυρό νόμισμα Ρωμαϊκής Εποχής από την Ψαλίδα
       Στην περιοχή της Καστοριάς αναφέρθηκαν οι τρεις ρωμαϊκές επιγραφές από το Αρμενοχώρι, το Κρανοχώρι και την Καστοριά. Άλλες τέσσερις εντοπίστηκαν παλαιότερα στο Αρμενοχώρι, πέντε επιτύμβιες επιγραφές έχουν βρεθεί στην Τσούκα, δύο στην Αγ. Άννα και δύο στην περιοχή του Νεστορίου, εκ των οποίων η μία Πρωτοβυζαντινής Εποχής. Δύο ακόμη επιγραφές του 3ου μ.Χ αι. βρέθηκαν στην Πεντάβρυσο και άλλη μία στην θέση Τσάκονη Κορησού[22], δηλώνοντας σαφώς ότι αποτελούσαν κατοικημένες περιοχές κατά τη Ρωμαιοκρατία. Πρόσφατα, ήρθαν στο φως επιτύμβια επιγραφή από το Σοπότι Ποριάς και εγχάρακτη κεραμική από το βουνό της Ψαλίδας. Εκτός των επιγραφών, τα σημαντικότερα ευρήματα έρχονται από την θέση Παραβέλα του Άργους, όπου βρέθηκε μεγάλο ορθογώνιο κτίσμα με αίθριο και μικρή αίθουσα με κτιστά έδρανα και βάθρο αγάλματος. Παλαιότερα, ο χώρος ερμηνεύτηκε ως ιερό αλλά πρόσφατες μελέτες προτείνουν άλλη δημόσια χρήση, που θα αναλύσουμε σε επόμενη ανάρτηση. Στην Ψαλίδα  ανακαλύφθηκαν 12 ανάγλυφα του Δία, της Ήρας και του Ερμή, τμήματα αγαλματιδίων, πλήθος κεραμικών οστράκων και νομισμάτων, που δηλώνουν την λειτουργία του χώρου ως ιερό[23]. Άλλα ειδωλολατρικά ιερά πρέπει να υπήρχαν σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα στην Άνω Πτεριά, το Αρμενοχώρι, την Τσάκονη και την Τσούκα. Θεμέλια ρωμαϊκών κτιρίων εντοπίστηκαν στο Λόσκο Νεστορίου, το Κεράσοβο Γέρμα, την Κρεπενή, το Σοπότι  και την Πίκρη (λουτρό). Πολλά διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως κίονες, κιονόκρανα και επιστύλια βρέθηκαν στην Πτεριά, την Τσούκα, την Κορησό, την Τσάκονη και το Σοπότι. 
Τοιχοποιίες ρωμαϊκού λουτρού στην Πίκρη
       Ρωμαϊκή οχύρωση εντοπίστηκε στο Κωσταράζι, τον Λογγά, το Νεστόριο και την Διοκλητιανούπολη, όπως έχουμε αναφέρει αλλού. Προσθέτουμε και τα ίχνη οχύρωσης στο Σοπότι Ποριάς και τον Προφ. Ηλία Λεύκης.  Από τα υπόλοιπα ευρήματα ξεχωρίζουν οι ανεσκαμμένοι τάφοι στον Αγ. Σπυρίδωνα Πενταβρύσου, το Σοπότι και το Αρμενοχώρι και τα λίγο μεταγενέστερα παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά στο πάλι στο Σοπότι, την Κρεπενή, το Κάστρο Νεστορίου, το Μπουφάρι και τα Πλινθοποιία Άργους Ορεστικού. Τάφοι επίσης βρέθηκαν τυχαία στην Αγ. Άννα, τον Γέρμα, την Αμμουδάρα, το Διαλεκτό, την Λεύκη και τα Χάλαρα, χωρίς όμως να γίνει κάποια ανασκαφή. Τέλος, λιγοστά ίχνη ρωμαϊκής κεραμικής και δομικών στοιχείων βρέθηκαν διάσπαρτα σε αγρούς στο Ασπρονέρι, το Δεντροχώρι, το Καλοχώρι, το Κεφαλάρι, το Κρεμαστό, το Κωσταράζι, την Οινόη και το Υψηλό[24].

Κάτοψη και εξωτερική φωτογραφία του τάφου στο Σοπότι Ποριάς
Επιτύμβια επιγραφή από την Πλατανιά
            Επιγραφές της Ρωμαϊκής Εποχής εντοπίστηκαν και στην επαρχία Βοΐου, συμπληρώνοντας τα ελληνιστικά σφραγίσματα που βρέθηκαν στις Λικνάδες και την Απιδέα. Εκτός από τον κατάλογο του Γυμνασίου στο Σισάνι που έχουμε αναφέρει, τρεις επιτύμβιες ενεπίγραφες στήλες έχουν βρεθεί στην Πλατανιά, μία στο Μπουφάρι Απιδέας και μία στο Ρόκαστρο. Άλλες επιγραφές, όχι επιτύμβιες, προέρχονται από μαρμάρινο δόμo στην Πλατανιά, από τμήματα πίθων στις Λικνάδες και από ένα άγαλμα νίκης που βρέθηκε στη Μαγούλα Εράτυρας και σήμερα θεωρείται χαμένο[25]. Πολλά οικιστικά ίχνη εντοπίστηκαν στην Απιδέα, όπου πρέπει να υπήρχε σημαντικός οχυρωμένος οικισμός με ευρήματα από την Εποχή του Σιδήρου έως τη Βυζαντινή, στην Πλατανιά, στις Λικνάδες και το Τσοτύλι. Ίχνη κτιρίων, όπως θεμέλια, κεραμίδες και λίθινοι δόμοι, βρέθηκαν ακόμη στους Αγ. Ανάργυρους, τον Αγ. Θεόδωρο, την Δραγασιά, το Κοιλάδιο, τη Μόρφη, το Ροδοχώρι, το Σκαλοχώρι, την Τραπεζίτσα το Φυτώκι και τον Χορηγό.  Ασβεστόκτιστα κάστρα Ρωμαϊκής Εποχής υπάρχουν ανάμεσα στον Μεσόλογγο και την Ασπρούλα, στη θέση Κλέψιος Πολυκάστανου και στη Δραγασιά. Ως πιθανή θέση ιερού του Δία αποτελεί θέση στο Λευκάδιο και του Ασκληπιού στην Πλατανιά, ενώ ψηφιδωτά της Ύστερης Ρωμαϊκής και Παλαιοχριστιανικής Εποχής, εντοπίστηκαν στον Αλιάκμονα και την Πλατανιά. Ταφικά συγκροτήματα με πλήθος ρωμαϊκών κτερισμάτων υπάρχουν στο Αηδονοχώρι,  την Απιδέα, την Αχλαδιά, το Διχείμαρρο, τη Λεύκη, το Λουκόμι, την Ομαλή, την Πλατανιά, την Περιστέρα, το Ροδοχώρι, το Σήμαντρο, την Στέρνα, το Τσοτύλι και τον Χορηγό. Ακόμη, πολλά αγάλματα ή τμήματά τους, κυρίως μαρμάρινα που παριστάνουν λατρευτικά πρόσωπα της αρχαίας Ελλάδας, βρέθηκαν στην Απιδέα, τις Λικνάδες (μεταξύ των οποίων μια ανάγλυφη επιτύμβια στήλη), την Περιστέρα, την Πλατανιά και το Τσοτύλι. Τέλος, μεγάλο πλήθος από κεραμικά ευρήματα (κεραμίδες στέγης, όστρακα αγγείων και πίθων, πήλινοι αγωγοί ύδρευσης) έχουν βρεθεί γύρω από κάθε σχεδόν σύγχρονο οικισμό σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων και έρευνες αρχαιολόγων[26].     
Υστερορωμαϊκό κιονόκρανο από τον Χορηγό
Το κάτω τμήμα αγάλματος του τραγοπόδαρου
θεού Πάνα που βρέθηκε στην Πλατανιά
Η ρωμαϊκή κινστέρνα στο Golem Grad
          Στην περιοχή των Πρεσπών πρωτεύοντα ρόλο διαδραμάτιζε η πόλη Λύκη στο νησί της Μικ. Πρέσπας, απ’ όπου προέρχονται δύο αναθηματικές επιγραφές με την ονομασία ‘’Λυκαίων πολιτεία’’. Δύο επιτύμβιες στήλες με επιγραφή βρέθηκαν ενσωματωμένες στις δύο εκκλησίες του διπλανού χωριού Πύλη, μία (όχι επιτύμβια) είχε βρεθεί στο παρελθόν στη βασιλική του Αγ. Αχιλλείου[27] και πρόσφατα βρέθηκαν δύο τμήματα μιας ακόμη στο νησί[28]. Στον Λαιμό έχουν βρεθεί τάφοι με ελληνιστικά και ρωμαϊκά ευρήματα και στην οχυρή θέση Κάλε, ανάμεσα στον Λευκώνα και τις Καρυές, υστερορωμαϊκό ασβεστόκτιστο κάστρο, το οποίο μάλλον ενισχύθηκε κατά τη Μεσοβυζαντινή Εποχή. Στο Golem Grad εντοπίστηκαν ταφές και κατοικίες Ρωμαϊκής Εποχής, μια κινστέρνα για την αποθήκευση νερού, μια παλαιοχριστιανική βασιλική και πλήθος νομισμάτων και κεραμικών.[29] Τέλος, στην κοιλάδα του Δεβόλη, ρωμαϊκά κάστρα συναντούμε στο Μπόζιγκραντ και την Πλιάσα, όπου πιστεύεται πως ανήκει στην πόλη Πέλλιον, ενώ ίχνη κεραμικής στο Τρεν και τον λόφο της Γκορίτσας, στο δυτικό άκρο της Μικ. Πρέσπας. 

Το σύνολο των θέσεων της Ορεστίδας με ρωμαϊκά ευρήματα


                                 Βίντεο με τα σημαντικότερα ευρήματα της αρχαίας Ορεστίδας
                                      από την Εποχή του Σιδήρου έως τη Ρωμαϊκή Εποχή




πηγές εικόνων
Χ. Τσούγγαρης, Νέες αρχαιολογικές μαρτυρίες πριν τη Διοκλητιανούπολη. Ορεστίδος ιστορία, ΔΕΠΟΚΑΟ, Θεσ/νίκη, 2001
Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Βόϊον-Νότια Ορεστίς, τ. 1, Θεσ/νίκη, 1999
Χ. Τσούγγαρης, Ανασκαφικές έρευνες στον νομό Καστοριάς κατά το 1999, ΑΕΜΘ 13 (1999)
V. Bitrakova-Grozdanova, Golem Grad in Prespa, Macedonian Affairs (Dec 2006-Jan 2007), MIC
en.wikipedia.org (public domain)
προσωπικό αρχείο

[1]  Titus Livius, Historia Romana, βιβ. 27, 33.1
[2]  Πολύβιος, Ιστορίαι, βιβ. 18, 47.6
[3]  Στράβωνος Γεωγραφικά, Ζ’, 7.8                   
[4]  Δ. Κανατσούλης, Η οργάνωσις της Άνω Μακεδονίας κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, Αρχαία Μακεδονία: Α’ Διεθνές Συμπόσιον, Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών – Ινστιτούτο Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσ/νίκη, 1967, σ. 189
[5]  Η. Σβέρκος, Πολιτισμική κληρονομιά και πολιτική συνείδηση:παράδειγμα από την ιστορία της Ορεστίδας των ρωμαϊκών χρόνων. Ορεστίδος ιστορία, ΔΕΠΟΚΑΟ, Θεσ/νίκη, 2001, σ. 29-40
[6]  Η αρχική θέση εύρεσής της δεν είναι σαφής, πιθανότερες θέσεις είναι το Αρμενοχώρι Άργους Ορεστικού και το Σοπότι Ποριάς
[7]  Θ. Ριζάκης - Γ. Τουράτσoγλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α’, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1985, σ. 179-181
[8]  Η. Σβέρκος, Πολιτισμική κληρονομιά και πολιτική συνείδηση:παράδειγμα από την ιστορία της Ορεστίδας των ρωμαϊκών χρόνων. Ορεστίδος ιστορία, ΔΕΠΟΚΑΟ, Θεσ/νίκη, 2001, σ. 24
[9]  Θ. Ριζάκης - Γ. Τουράτσoγλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α’, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1985, σ. 168-176
[10]  ο.π, σ. 181
[11]  Δ. Κανατσούλης, Το κοινό των Μακεδόνων, Μακεδονικά 3 (1956), ΕΜΣ, σ. 48-51
[12]  Δ. Κανατσούλης, Η μακεδονική πόλις, από της εμφανίσεώς της μέχρι των χρόνων του Μ. Κωνσταντίνου, Μακεδονικά 4 (1960), ΕΜΣ, σ. 245-314
[13]  Δ. Σαμσάρης, Οι επιγραφικές μαρτυρίες για τους θεσμούς της Δυτικής Μακεδονίας κατά τη Ρωμαιοκρατία, Μακεδονικά 22 (1982), ΕΜΣ, σ. 295-308
[14]  Δ. Σαμσάρης, Ιστορική Γεωγραφία της Ρωμαϊκής Επαρχίας Μακεδονίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη, 1989, σ. 152
[15]  Θ. Ριζάκης - Γ. Τουράτσογλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α’, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1985, σ. 136-139
[16]  ο.π, σ. 176-179
[17]  Ν. Παπαδάκις, Εκ της Άνω Μακεδονίας, Αθηνά 25 (1913), σ. 450-453
[18]  Στέφανος Βυζάντιος, FGrH, Ι.107
[19] Ο Hammond έχει προτείνει την περιοχή της Κλεισούρας ως θέση της πόλης, ενώ ο Μουτσόπουλος το Αρμενοχώρι, πριν την ίδρυση της Διοκλητιανούπολης
[20]   F. Papazoglu, Les villes de Macedoine a  l’ époque romaine, BCH Suppl., Paris, 1988, σ. 244
[21]   Στράβωνος Γεωγραφικά, Η’, 7.9
[22]   Θ. Ριζάκης - Γ. Τουράτσογλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α’, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1985, σ. 181-194
[23]   Χ. Τσούγγαρης, Ανασκαφικές έρευνες στον νομό Καστοριάς κατά το 1999, ΑΕΜΘ 13 (1999), σ. 612-614
[24]  Δ. Σαμσάρης, Ιστορική Γεωγραφία της Ρωμαϊκής Επαρχίας Μακεδονίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσ/νίκη, 1989, σ. 154-166
[25]  Θ. Ριζάκης - Γ. Τουράτσογλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α’, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1985, σ. 184-185, 191-194, 198-199
[26]  Γ. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Βόϊον-Νότια Ορεστίς, τ. 1, Θεσ/νίκη, 1999, σ. 157-250
[27] Θ. Ριζάκης - Γ. Τουράτσογλου, Επιγραφές Άνω Μακεδονίας, τ. Α’, Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων, Αθήνα, 1985, σ. 136-139, 156-157, 167
[28]  Π. Νιγδέλης – Γ. Σουρής, Μια νέα επιτύμβια επιγραφή από τον Αγ. Αχίλλειο στη Μικρή Πρέσπα, Τεκμήρια 3 (1997), ΕΙΕ, σ. 64-72
[29] V. Bitrakova-Grozdanova, Golem Grad in Prespa, Macedonian Affairs (Dec 2006-Jan 2007), MIC, σ. 52-56

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια με υβριστικό ή προσβλητικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται

Back to Top