Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Η εκπαίδευση κατά την Τουρκοκρατία (μέρος 1ο) : Τα ελληνικά σχολεία

Η Μεγάλη Ελληνική Σχολή, το σημαντικότερο
εκπαιδευτήριο της πόλης κατά την
Τουρκοκρατία
 

     Η Καστοριά αναδείχθηκε ως ένα σπουδαίο πνευματικό κέντρο του Βυζαντινού Κράτους, που στα επόμενα χρόνια της Οθωμανοκρατίας περιέπεσε σε παρακμή. Οι συνθήκες κατά τον 15ο και 16ο αι. δεν ευνοούσαν την ανάπτυξη της εκπαίδευσης μεταξύ των υποδούλων, αλλά ακόμη και οι Οθωμανοί δεν φαίνεται να φοιτούσαν σε κάποιο σχολείο μέχρι την ίδρυση του Μενδρεσέ. Την ίδρυση και την λειτουργία των πρώτων υποτυπωδών σχολείων ανέλαβε η εκκλησία, κυρίως μετά την εγκύκλιο του Πατριάρχη Ιερεμία Β’ το 1593, που προέτρεπε τους κατά τόπους επισκόπους να επιληφθούν την ίδρυση σχολείων στις περιοχές τους. Έτσι, ολιγογράμματοι κληρικοί ανέλαβαν την διδαχή ανάγνωσης και γραφής σε απόμερα σημεία, όπως νάρθηκες εκκλησιών και ασκηταριά. Τα σχολεία αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν με τον τόσο παρεξηγημένο όρο ‘’κρυφά’’, καθώς σήμερα επιχειρείται μια πλήρης αποδόμηση του όρου. Η έννοια κρυφά δεν έγκειται στο ότι ήταν άγνωστα στους  Οθωμανούς, καθώς τις περισσότερες φορές μάλλον λειτουργούσαν υπό την ανοχή τους, αλλά στο γεγονός ότι η λειτουργία τους τιθόταν συχνά υπό καταστολή, ήταν αποσπασματική και δεν υπήρχε κανένας επίσημος φορέας άσκησής της. Μόνο μετά την έκδοση του Χάττι Χουμαγιούν το 1856 επιτρεπόταν επίσημα σε κάθε εθνοτική κοινότητα η ίδρυση σχολείων.

Κυριακή 3 Ιουλίου 2011

Τα αρχοντικά της πόλης

Καταβολές    
Το αρχοντικό Α. Βέργουλα που σήμερα στεγάζει ξενώνα
     Η παρατεταμένη περίοδος της τουρκικής κατάκτησης, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στην πόλη. Ανάμεσα στα κληροδοτήματα εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται και οι εντυπωσιακοί αρχοντικοί οίκοι, πολλοί από τους οποίους σώζονται έως σήμερα, και κοσμούν τον ιστορικό πυρήνα της πόλης. Τα καστοριανά αρχοντικά αποτελούσαν κατ’ ουσίαν κατοικίες εύπορων  καστοριανών και  συνήθως καλούνταν με το  όνομα των ιδιοκτητών τους. Αφετηρία της ύπαρξής τους πρέπει να θεωρούμε τον 17ο αι., όταν ντόπιοι έμποροι παροίκησαν στην Πόλη, τις Παραδουνάβιες Χώρες και την Κεντρική Ευρώπη και κατάφεραν να πλουτίσουν, στέλνοντας χρήματα πίσω στην πατρίδα. Έτσι, με τα εμβάσματα των ξενιτεμένων κτίστηκαν μια σειρά από εντυπωσιακές κατοικίες στον κωνσταντινοπολίτικο ρυθμό, ο  οποίος αποτελεί συνέχεια  των βυζαντινών δόμων[1]. Ήδη από το 1661, ο Εβλιγιά Τσελεμπή κατά την επίσκεψή του στην πόλη περιγράφει ότι συνάντησε αξιόλογα, πολυώροφα σπίτια παρόμοια με της Κωνσταντινούπολης[2], σαφώς αναφερόμενος στα αρχοντικά της πόλης. Η ανοικοδόμηση συνεχίστηκε τον 18ο και τον 19ο αι. με παραλλαγές  στην τυπολογία, αλλά διατηρώντας σε γενικές γραμμές την εξωτερική μορφή και τα υλικά κατασκευής. Εδώ πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι αναφερόμαστε μόνο στα παραδοσιακά μακεδονίτικα αρχοντικά και όχι τα νεοκλασικά ή εκλεκτικιστικά κτίσματα των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αι. Σύγχρονες γενικές μελέτες για τα αρχοντικά της πόλης έχουν κάνει οι Α. Ορλάνδος[3], Δ. Πικιώνης[4], Π. Τσαμίσης[5], Ν. Μουτσόπουλος[6] [7], Ν. Δόϊκος[8] και Π. Τσολάκης[9].

Back to Top