* Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε με μικρές αλλαγές και στην εφημερίδα Ορεστίς, φ. 282 (Οκτ 2014), σ. 12, και φ. 284 (Δεκ 2014), σ. 13, Μορφωτικός Σύλλογος ''Η Ορεστίς'' Άργους Ορεστικού
Ρωμαϊκή Εποχή (197 π.Χ – 330 μ.Χ)
Ρωμαϊκή Εποχή (197 π.Χ – 330 μ.Χ)
Ο διαχωρισμός της Μακεδονίας σε μερίδες και η αυτόνομη Ορεστίδα κατά τα πρώτα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης |
Το 197 π.Χ καταλαμβάνονται το Κέλετρο και το Πέλλιο από τον ρωμαίο ύπατο Σουλπίκιο Γάλβα, εντάσσοντας την Ορεστίδα στην αυτοκρατορία[1]. Δεν είμαστε σίγουροι για τους λόγους που οδήγησαν τους Ορέστες να παραδοθούν και να μην πολεμήσουν στο πλευρό τον υπόλοιπων Μακεδόνων έως την σθεναρή αντίστασή τους στη μάχη της Πύδνας (168 π.Χ) και την επανάσταση του Ανδρίσκου (148 π.Χ). Ως αντάλλαγμα για την στάση τους αυτή οι Ορέστες παρέμειναν σε μια αυτόνομη πολιτειακή οργάνωση[2], γνωστή ως ‘’κοινό των Ορεστών’’, σε αντίθεση με την υπόλοιπη Άνω Μακεδονία που συγκρότησε την τέταρτη μερίδα της ρωμαϊκής επαρχίας Μακεδονίας. Αργότερα, σε όλα τα ‘’έθνη’’ της Άνω Μακεδονίας παραχωρήθηκε αυτονομία[3], ενώ ανήκαν ταυτόχρονα στην Επαρχία Ιλλυρικού. Αυτή η κατάσταση παρέμεινε μέχρι τον 3ο αι. μ.Χ τουλάχιστον, οπότε διαλύθηκε το κοινό ή υποβαθμίστηκε σε απλή λατρευτική οργάνωση[4]. Στο μεταξύ διάστημα, δεν συνέβησαν πολλά αξιοσημείωτα γεγονότα στην περιοχή, παρα μόνο ότι ολόκληρη η Άνω Μακεδονία τάχθηκε στο πλευρό του Ιούλιου Καίσαρα στον Εμφύλιο Πόλεμο με τον Πομπηίο. Μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού πρέπει να συνέβησαν κάποιες αλλαγές με την κατάταξη της Ορεστίδας στην Επαρχία Θεσσαλίας και την ίδρυση της Διοκλητιανούπολης. Γενικά, η κατάκτηση από τους Ρωμαίους δεν πρέπει να άλλαξε σημαντικά τη ζωή των Ορεστών, καθώς παρουσιάζεται μεγάλη ομοιότητα και συνέχεια στα ευρήματα με την Ελληνιστική Εποχή. Η σχετική αυτονομία που τους παραχωρήθηκε βοήθησε την συνέχεια των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών, της θρησκείας, της τέχνης και των οικιστικών κέντρων που είχαν πληγεί από τους διαδοχικούς Ρωμαιο-Μακεδονικούς Πολέμους. Επίσης, παρατηρείται διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και των πατρογονικών μακεδονικών ονομάτων, όπως μαρτυρούν οι σωζόμενες επιγραφές[5].